Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Αδυνατος αγιος και γαλανομάτης. Πρέπει να φυγεις.

Ονειρευτηκα τον αγιο της θάλασσας, μου κλεισε με τα χερια τα ματια και χορεψαμε ετσι για ώρα.
Κι έπειτα έβγαλε τα χέρια από τα βλέφαρα μου και μου καψε τα μάτια το αλάτι και δεν μπορούσα να δω.

Πρέπει να φυγω για το νησί, με περιμένει ο άγιος της θάλασσας.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Μολις τελειωσα το στολισμα του δεντρου....
και κατι λειπει, δεν ειναι αρκετα φωτεινο.

Στην Ισπανια εχουνε las fallas... οπότε κανονικα και με το νομο στολιζουν την πολη και μετα καινε.

Κατι μου λεει πως σε εκατο χρονια το καψιμο του δεντρου θα ειναι μια παραδοσιακη χριστουγεννιατικη τελετη. Θα μαζευομαστε ολοι στην πλατεια και θα κανουμε αναπαρασταση του Δεκεμβρη του '08.
Λαθος... θα μαζευονται.

Εμας θα μας μαζεψουν αλλοι.

Θα ΄ρθουν την ωρα που θα κοιταμε τις οθονες. Οπως αποψε.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

"Πετάω νεράτζια στο πουθενά και σπάω το μαγαζί του πατέρα μου που το χρωστάει ακόμα"

Μια παιδική ηλικία υπερπροστευμένη κάποτε, έχασε τα οχυρά της.

Αθωότητα όβερ.


Φοβάμαι.

Γιατί η οργή μεγαλώνει.

Κι είμαι ευτυχής.

Γιατί η οργή μεγαλώνει.

όπως Πρέπει αν είμαστε ακόμη ζωντανοί.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Στην μεγάλη σιωπή άρχισαν να πέφτουν τα βεγγαλικά
από παλαίμαχους πυροτεχνουργούς και βετεράνους σκουπιδιάρηδες.


Κι όσοι πεθάναν σε θαλάμους αερίων, βρυκολάκιασαν και τα πουλάνε μαζί με την τελευταία πνοή των πατεράδων τους.


Κύκλους γύρω από τα ίδια πρόσωπα ενω τρίζουν τα δόντια τους οι ακαμάτρες.
Ξέρεις δεν σε πίστεψα ποτέ.

Ουτε εσύ.


Δαγκώνω το φιλί κι εκείνο κρύβεται.

Λοιπόν κλείνω και πάλι τις πόρτες, αγνάντεψα μέχρι πέρα αλλά με έφαγαν οι άνεμοι.

Καινε ματια καληνυχτα...

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

περί πένθους και οργής ο λόγος θα αργήσει. Τα έχουν ήδη πει.
ο πιτσιρίκος τα λέει μια χαρά, ας μην λέω κι εδώ τα αυτονόητα.


..... η μαύρη αγορά θά 'χει αυτές τις μέρες πρώτο πράμα.
Η ανεργία στον κλάδο των τζαμάδων πατάχθηκε για τον Δεκέμβρη.

όσοι δεν έχουν τζάκι κάψαν μαγαζί.

Και μην νομίζετε πως τα καταφέρνω... μετά βίας άντεξα τα πρώτα δακρυγόνα.

Ένα πράγμα έμαθα με ετούτο το μπάχαλο, πως το πιο ανυπόφορο είναι να μην έχεις μιαν εξήγηση για την βία. (εκ)Παιδευτήκαμε (ίσως) και στο τέλος ο καθείς κάτι βρήκε. Κάτι να πιστεύουμε...

κι όσοι μείναμε μέσα είδαμε το πρόσωπο των κοντινών μας... από πιο κοντά

κι όσοι βγήκαμε έξω το βράδυ, είδαμε την ερημιά της επαρχίας την πρωτοχρονιά.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

ανακύκλωση

Ας κάψουμε έναν ακόμη ανακυκλώσιμο κάδο.
Και το μόνο που τελικά ανακυκλώνεται είναι η βία και η οργή.

Η εκδίκηση ακόμα στο αίμα μας. Παλιές βεντέτες μας έβγαλαν στους δρόμους. Και θα είναι οι ίδιες που θα μας σπρώξουν λίγο πιο χαμηλά και λίγο πιο πίσω.

Η θλίψη κι η χαρά, το πένθος και η δικαιοσύνη θα έρθουν να μας βρουν και να μας την πέσουν. Όσο και να κρεμιόμαστε από την οργή. Αυτή θα μας ξεχάσει.

Κάτι άλλο βρωμάει εδώ, κάτι λάθος λέω. Μα ακόμα κι αν το βρώ, τι;

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Μισή ανάσα
έρεβος ίσκιος
βόρειος οίστρος

Μυρτιά μυρίζεις
μέλι και σχίνο
τα αυτιά βουίζουν

Ρείθρα αμέριμνα
κιονόκρανα ραμμένα
με χορτάρι.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Λαλούν πολλοί κοκκόροι και κανείς δεν ακούει. Είναι όλοι στο ξενυχτάδικο όπου η ποιότητα της μουσικής ευτελής αλλά ο ρυθμός από τα ηχεία χτυπάει το σώμα και υποκαθιστά πρωτόγονες τελετουργίες με κρουστά και μάγους.

Η δουλειά μας είναι πιο σημαντική από την ζωή μας. Οπότε αν δεν διαχειριστείς την ψυχούλα σου με κάποιον που για αυτόν είναι δουλειά του, απλά την θέτεις σε δεύτερη μοίρα. Εξ ου κι οι ψυχολόγοι.


Η δουλειά μας εξιλεώνει, μας υποτάσσει, την χρησιμοποιούμε για να ανήκουμε.

Και μετά;








Είναι ο έρωτας να βλέπεις το ίδιο όνειρο όταν κοιμάσαι αγκαλιά; Να ηρεμούν όλα μέσα σου όταν είσαι μαζί του; Να τρέχουν καταρράκτες όταν φιλιέστε και στον έρωτα τα σώματα να μοιάζουν με τεράστιες εκτάσεις χορταριού που το φυσάει ο άνεμος.

Ή να ταράζονται όλα μπροστά του; Να γίνονται κόμπος τα σωθικά σου, να τρέμει το στομάχι σου όταν τον βλέπεις; Να εκρήγνυνται ηφαίστεια όταν τον φιλάς, κι η λάβα να καίει όλη την γη σου, στον έρωτα τα σώματα να δαγκώνονται, να νομίζεις ότι η καρδιά σου σταμάτησε, κι όταν φεύγει να περπατάς στην καμένη γη και να αγαπάς την στάχτη, διψασμένη για νερό. Να σου καίει τα μάτια το φως του και να μην μπορείς να τον δεις κατάματα.

Δικαίως θα απαντήσουν πως είναι και τα δύο. Εγώ δεν τα βρήκα στον ίδιο άνθρωπο.
Ίσως γιατί ούτε εγώ είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Ούτε καν είμαι μία.

Σκάψε κι άλλο, σκέψου το άλλο
Το άλλο εάλω, και όλα η ύλη
Ενήλικη άυλη στην αυλή μου ουρλιάζω
Σ’ ενάλια κανάλια την γλώσσα μαλλιάζω

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

ανοιγω το σεντουκι

Στο λατομείο Βεζυρη έμενε γύρω στα 1980 η Άννα Παπαδάκη, μόνη της μαζί με λίγες κατσίκες.
Αν δεν έχεις δει πρωί να φυσάει αέρας και να έχει ρίξει κάτω τα κουλούρια της γριάς που πουλάει έξω από το σταθμό του μετρό. Αν δεν την έχεις δει σκυμμένη να μαζεύει κουλούρια και λουκουμάδες από το βρώμικο πεζοδρόμιο και να τα βάζει σε ένα χαρτόκουτο, άχρηστα πια. Αν δεν σε έχουν πιάσει τα κλάμματα εκεί καθώς ετοιμάζεσαι να κατέβεις στο μετρό, για τα λίγα χαμένα σουσαμάκια της, τι να καταλάβεις από την Άννα Παπαδάκη. Μόνη σε έναν τεράστιο πέτρινο όγκο. Δίπλα στα γραφεία της διοίκησης δίπλα σε παλιές τροχαλίες, μηχανήματα και κοφτήρες. Από αυτούς που κόβουν τα χρόνια μας όσο τους αφήνεις ακίνητους σε εγκαταλελειμένα λατομεία.
Μετά από λίγα χρόνια βρέθηκε πεθαμένη η Άννα Παπαδάκη και αναρωτιέσαι τι γίναν οι 3 κατσίκες της.


Ίσως να την έψαχναν για μέρες. Ίσως να κράτησαν παρέα στο νεκρό κορμί της γριάς μέχρι να την βρουν οι κάτοικοι. Ίσως και κάποιος να τις είδε λυτές με το σκοινί να κρέμεται σαν ουρά χαρταετού από το λαιμό τους και να κατάλαβε από εκεί ότι η Άννα Παπαδάκη δεν υπάρχει πια.
Η Άννα μπορεί να ήταν γερασμένη πόρνη, κουρασμένη από τον κόσμο που πήγε να μονάσει εκεί που είναι ο Θεός πιο πολύ από ότι στα μοναστήρια. Εδώ είναι Αττική Θεού νταμάρι.
Μπορώ να φανταστώ την ματιά της, μπορώ να πιάσω κουβέντα στο αχτένιστο κεφάλι της.
Μπορεί και να ‘ταν καμιά ξεχασμένη οικονόμος της Βικτωρίας Βεζυρη, (τι όνομα! Για ιδιοκτήτρια λατομείου) που μετά τον θάνατο της κυρίας της ζήτησε άσυλο στο ξεχασμένο κομμάτι της περιουσίας της.
Μια γυναίκα μόνη έχοντας έκταση 15 στρεμμάτων για να απλώνει με το βλέμμα τις αναμνήσεις της. όλα θάφτηκαν από τα μπάζα των μεγάλων έργων εκεί γύρω.
Με βασανίζει η μνήμη της, θέλω να ψάξω για αυτήν.
Ένας γλυκός μύθος του τίποτα γυρίζει στο κεφάλι. Να επισκεφθώ την γειτονιά και να αρχίσω να ρωτάω ποια ήταν και γιατί. Τι δουλειά έκανε όταν ήταν νέα, από πού ήρθε, πως κατέληξε να μένει μόνη της σε ένα λατομείο, απόκληρη τίνος χωριού κάποιας σκληρής επαρχίας κατέληξε να πεθάνει μόνη σε ένα αργούν λατομείο.
Ποιο ήταν το χωριό που έπαιξε ως παιδί, τι έκανε στην χούντα; Η Άννα Παπαδάκη έχει αρχίσει να ορίζει την φαντασία μου. Παίρνει θέση ντυμένη με τα καλά της για να πάει είκοσι χρονών στην εκκλησία. Την κοιτάζω σαν μια εικόνα μακρινού ονείρου που πασχίζεις να θυμηθείς το πρωί. Αν εμφανιστεί άλλη μια φορά στην ζωή μου πρόκειται να τρελαθώ, θα πάω ρωτώντας στα Γλυκά Νερά.
Θα πάω… ίσως εννοεί θα πεθάνω ρωτώντας στα Γλυκά Νερά.
Λοιπόν τι να κάνω. Χάνω τον κόσμο.
Προσπαθώ να διακρίνω τι φοράει, σε ποια εποχή ζει, ποιος τοίχος βρίσκεται πίσω της, είναι στην πόλη ή στο χωρίο. Όχι ακόμη ομίχλη. Κάποτε θα πουληθεί κι η ομίχλη παππού της Μήτσορα, μόνο σε κάποια νυχτερινά μαγαζιά .

Φαντάζομαι τα πέλματα της Άννας Παπαδάκης, ένας οξύς πόνος διαπερνά το μάτι μου και με δακρύζει ακούσια. Αυτή η γυναίκα είναι το φάντασμά μου, ένα από τα πολλά που με κατατρύχουν. Πες μου γιατί οι Ερινύες είναι πάντα γυναίκες και γιατί τις ερωτεύομαι. Τα λεσβιακά μαγαζιά, χώροι λατρείας των Μαινάδων, όπου θυσιάζουμε την γλυκύτητα του βλέμματος για την άγρια χαρά της πληγής. Μου λείπει η ησυχία, αλλά αφού ξέρω ότι δεν θα αντέξω παρά μακριά σου.
Θα σε φωνάζω και θα σε σκέφτομαι πάντα ακόμα κι αν σου δίνω λάθος ονόματα.



Τα μυρμήγκια που κάποτε η ένιωθε στα πόδια και στο σώμα η γριά Άννα Παπαδάκη, όταν λίγο πριν το τέλος της έμενε ώρες ακίνητη και μούδιαζε από την σιωπή, επανήλθαν για μια ονειρική συμφιλίωση μετά τον θάνατό της, ώστε να την νιώσουν και αυτά.
Μικρά πυροτεχνήματα ημέρας έπεσαν στο λευκό νταμάρι την στιγμή που το πρώτο μυρμηγκάκι ταπεινά άγγιζε την σάρκα της. Σχεδόν την χάιδευε.

Η ξανθιά χιτλερική μορφή που έκρινε την τύχη του λατομείου κάποια χιλιόμετρα μακριά σε ένα δικαστήριο ένιωσε εκείνη την στιγμή ένα περίεργο μυρμήγκιασμα. Εγκαταλείπω σκέφτηκε, οι δυνάμεις μου με αφήνουν. Και λιποθύμησε. Άγνωστο γιατί δήθεν.
Καμιά τύχη δεν κρίνεται εκεί πέρα για αυτό λιποθύμησε. Η τύχη μας κρίνεται από τα μουδιάσματα. Όταν μουδιάζει ο αέρας γύρω σου και ανατριχιάζεις ξέρεις τι σημαίνει; Όχι για αυτό σωπαίνεις. Το σιωπηλό χαμόγελο του ανήκειν δεν το ξέρεις. Για αυτό θα ναι πατρίδα σου η κάθε άγνωστη πεθαμένη Άννα Παπαδάκη.

Η εκείνος ο ανθοπώλης από ένα νησί του Αιγαίου όπου άφηνε με διαθήκη στον γιο του το 1/3 της σοδιάς των λουλουδιών του.

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008


Έτσι να είναι οι Κυριακές. Ξάγρυπνες μα χωρίς να τους λείπουν όνειρα.
Ερεθισμένες, ελαφρά πιωμένες. Και με το σώμα να διαγράφει κύκλους γύρω τους.
Μια φιγούρα που χαζεύει. Το χτες έρχεται και φεύγει, το χαμόγελό μου μένει.
Οι χοροί για κείνην, τα πρώτα κλάμματα στο τραγούδι της .
Τα φιλιά για κείνον, τα πρώτα ράμματα για την γούνα μου.
Σας γυρνώ την πλάτη και φεύγω όπως πρέπει.
Με τον ήχο της καφετιέρας, κλικτικ τσακ.
φωτογραφία: C.Molla

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Να τα λοιπον τα σύννεφα που κοιτάζω απ' το μπαλκόνι όταν σας γράφω.


Στροβιλίζομαι. Προχθές έκανα πάλι τον κόσμο σπίτι μου. Αρκεί να δω το αστερακι και η σαλάτα από το γρηγορομπουκωμα γίνεται δείπνο, το παγκάκι της στάσης λεωφορείου τραπεζαρία, ο κόσμος γύρω μια οθόνη τηλεόρασης και ορίστε: ο κόσμος είναι πάλι δικός μας. .... όπου αποδεικνύεται ότι είναι επαναστατική πράξη να ανακαταλάβεις (μήπως και καταλάβεις) τον αστικό (ναι είχαμε και στο χωριό μας αστικό) χώρο. Γιατί προυποθέτει την ικανότητα να εδραιώσεις οικειότητες σε ανοιχτούς χώρους ή αλλιώς να ανοίξεις το βλέμμα σου και την καρδιά σου σε περισσότερα τετραγωνικά από αυτά που αναλογούν στο διαμερισματάκι σου. Δεν ξέρω αν γράφω τις τεράστιες πίπες, καθότι πάλι άυπνη, Ζουγανέλης Μπουλάς χτες κεντήσανε, αλλά το πρωί άντε να τα βγάλεις πέρα, κι είμαστε ήδη στο επόμενο βράδυ και σε είκοσι λεπτά στην μεθεπόμενη.
Αγαπημένο μου γραφτήρι, δεν ήτανε για σένα τα λόγια αυτά. Αλλά αυτά που έρχονται:
"Λούφαξε ο έρωτας μπρος στα μεγάλα λόγια
στην ληστρική επιδρομή των ανεκπλήρωτων και στην μεγάλη πείνα.
Φοβήθηκε και την έκανε με ελαφρά.
Έτσι μουγγάθηκα, καλύτερα έτσι.
Κι είναι τα δώρα πιο πολλά
αφού όσες φορές εκλιπάρησα
το μαστίγιο ήτανε πιο οξύ.
Μα τώρα που είναι πεθαμένα τα δικά μου, κοίτα να δεις πως έρχονται τα ξένα.
Η τα πεθαμένα είναι πια ξένα κι όσα έρχονται δικά μου;
Ο ίδιος ο ίσκιος μου σκιάχτηκε απ΄ τη λαχτάρα.
Μια μουσική να μου διαβρώνει την ζωή, θυμάσαι.
αγαπημένη μου που δεν σε αγάπησα. Προφανώς είναι ανώδυνο να το πιστεύουμε, το πίστεψα ήδη.
Ώσπου να ρθει η σκουριά και να μην κουνιέται πια τίποτα, απ' την καλολαδωμένη μηχανή των πληρωμένων ερώτων. Πληρωμή με χαμόγελα, αγάπες, τρυφερότητες, ειλικρίνειες.
Όμως πληρωμή.
Δεν θα ξαναζήσω ποτέ την βρώμα στο τραίνο από Θεσσαλονική και το κουρασμένο βλεμμα σου, α τι όμορφη στιγμή. πάνε χρόνια...
Υ.Γ. Πάντως η αλήθεια είναι πως τώρα χαμογελάω συχνότερα.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Το ιδιο κάνει.

Έχει πια καεί το καλό. Έχει στραγγίξει κάπως.
Δεν ξέρω τι θα μείνει απο όλα αυτές τις σκέψεις που ανεπεξέργαστες πάνε στον κάλαθο. Πόσες κάθε μέρα. Κι από τα συναισθήματα που θάβω σε ομαδικούς τάφους.
Από την μία το ανεπεξέργαστο έχει και τα καλά του: πεθαμένο μωράκι στον παράδεισο, ή αλλιώς μακάριοι οι μη γνωρίζοντες κι είδατε την κατάντια της Κασσάνδρας. Η επεξεργασία συναισθημάτων συχνά μοιάζει με μελλοντολογία.

Από την άλλη το μόνο που εμφανώς μου μένει είναι φτηνές σοφιστείες. Ίσως για αυτό να είναι η πρώτη φορά εδώ μέσα που περί ερώτων ουδέν αλλά έχω κέφι να πω για το γιαούρτωμα του Αντώναρου που έτυχε να δω προχτές στα εξάρχεια . Ακόμα όμως και για αυτό, θα αποφύγω την κύρια είδηση. Θα επιμείνω στην εργαζόμενη στην γειτονιά η οποία όταν την ρωτήσαμε ποιος ήταν απάντησε με σιγουριά: Ο Αντώναρος από το Πασοκ. Βρε από την ΝΔ είναι, όχι από το Πασοκ να επιμένει, μέχρι που τους απαξίωσε: "Εγώ δεν ασχολούμαι και δεν τους ξέρω, το ίδιο κάνει".

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

οικείος παραλογισμός

Aς παλέψουμε και σήμερα

Να δημιουργήσουμε έναν οικείο παραλογισμό.

Να βρούμε απάγγιο.




Χρωστάει της Μιχαλούς η λογική, δεν μιλάμε για απλή χρεωκοπία.

Οπότε πρέπει να ταχταρίσουμε το οικείο ίσαμε που να γεννήσει.

Τον παραλογισμό που θα μας κρατήσει μετέωρους με τα μικρουλικα φτερά, διάφανα, σαν κουνουπιού.


Τον παραλογισμό που δεν θα μας επιτρέψει να λιώσουμε απο το βάρος και την ταχύτητα πάνω στα βράχια.


Το αγαπημένο παράλογο κι έλα εσύ να μου πεις πόση λογική έχει η αγάπη.


Οπότε επιτρέπεται να πιπιλάμε τις στιγμές που μας γλύκαναν μέχρι να λιώσουν. Κι η έλλειψή της τόσες μέρες και το βάσανο, κι η αδιαφορία κι η λύτρωση. Ευλογημένα.


Αν δεν κάνουμε αυτό που αγαπάμε, είναι αδύνατη η ζωή. Το κατάλαβα όταν κινδύνεψα και όμως δεν ήταν ο σωματικός πόνος που με τρόμαζε, αλλά ότι ήμουν υποχρεωμένη να περάσω άλλες δυο μέρες σφιχταγκαλιασμένη με κάποιον που ήδη απεχθανόμουν.
Εκεί πια το παράλογο μασκαρευόταν κι όλα χορεύαν γύρω μου πριν με ρίξουν στην πυρά. Όμως έφταιγε πως δεν μου ήταν οικείο τίποτα. Έτρωγα τις σάρκες μου να αντέξω στην πείνα του εαυτού μου. Δίψαγα για να θυμηθώ πως σκέφτομαι και πως μιλάω.
Για αυτό σου λέω δεν μουρμουράω ευτυχισμένη τραγουδάκια έτσι τυχαία. Είναι δώρο. Κι ας μην σου άρεσε ενίοτε. Ηρεμείς την θάλασσα κι αυτή σου τραγουδάει, σχεδόν χωρίς να την καταλάβω αρχίζει, με ένα χαμόγελο που τρύπωσε και χουχούλιασε στο πλάι σου. Θαλασσονίκη.
φωτογραφία: Παναγιώτης Χαχής

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

λες;

Ρε λες;
Λες να φταίει μόνο η κούραση;
Λες να φταιει οτι βλέπω κάθε μέρα 10-20-40 ανθρώπους να κλαίνε, να πεινάνε, να οργίζονται, να θυμώνουν, να είναι άρρωστοι κι άστεγοι;
κι αναλαμβάνω την ευθυνη να τους βοηθησω ή να τους εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Και μετά μου φταίνε οι έρωτες...
Γιατί σήμερα που δεν δουλεύω, ούτε άκυρα ούτε έρωτες. Η μέρα είναι χαμογελαστή, κανείς δεν μου λείπει... Ήαπλά δεν το παραδέχομαι; ή θα μου έλειπε αν μου μίλαγε;

Πρέπει να πάω να κοιταχτώ, ε;

Η απλά να χορτάσω ύπνο για ένα ακόμη βράδυ;

Κι αυτή η βρωμοανάρτηση έπρεπε να σβηστεί και να την ξαναγράφω;

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

κοχυλι

κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια
κάτω απ΄των άστρων την ανταύγεια



Ξυπνάω χαράματα πριν το σεισμό. Τον περιμένω κι έρχεται. Όταν γνωρίζω ανθρώπους που έχουν ρίζες στην κραυγή, η έκτη αίσθηση ξυπνάει. Έρχεται και με ξυπνάει πάντα χαράματα να δω την αρχή της ημέρας και να οσμιστώ τον καιρό. Μου στέλνει φάσματα και φαντάσματα, προαισθήσεις, ανησυχίες και βεβαιότητες. Έτσι λοιπόν στις 5.15 το πρωί είχα ξυπνήσει με το στομάχι να πονάει από το τσίπουρο που ήπιαμε και κάτι περίμενα.
Όπως παλιά, τότε που ήμουν ερωτεύμενη με την Αναστασία. Επί δύο μήνες ξύπναγα χαράματα και την έψαχνα. Το πιο βασανιστικό ήταν όμως το νυχτερινό. 2 με 4. Να την ψάχνω στο κρεβάτι. Εκείνη που δεν είχα ποτέ στην ουσία. Αλλά τα συναισθήματα δεν έχουν πια σημασία. Πιο πολύ πλάκα έχει να πω πως έτρεχα πίσω της αλλά αυτά είναι από άλλο βιβλίο.
Έχουν περάσει 3 χρόνια από τότε.

Και έχω από τότε να το πάθω αυτό του να ξυπνάω χαράματα και να ψάχνω.

Και τι θα πει ερωτεύτηκα. όποιος πιο πολύ μας βασάνισε, ή όποιος πιο πολύ έκανε τη ψυχή να χαίρεται όταν το σώμα έτρεμε, ή όποια χάρισε ένα χαμόγελο και την σιγουριά πως ό,τι και να γίνει, δεν θα πάψει να με αγαπάει, ή όποιος μου χάρισε την αίσθηση πως ό,τι και να γίνει ποτέ δεν θα πάψει να με ποθεί. Ή όποια με έκανε να νιώσω ότι δεν θα με βασανίσει με ανεκπληρωτες επιθυμίες γιατί ένιωσα πλήρης σε μια βραδιά – κι οι άλλες βραδιές να ψάξουν μόνες τους νόημα στην ζωή χωρίς να κρέμονται από αυτήν την μία.

Δεν ξέρω.
Εγώ νομίζω πως ερωτεύομαι τον άνθρωπο που με κάνει να θέλω να του μιλάω διαρκώς. Σε έχω ερωτευτεί λοιπόν; Είναι απλά αρρώστια; Γιατί λες πως θα με είχε πιάσει μεγαλύτερη κατάθλιψη εάν είχαμε κοιμηθεί μαζί;

Ξέρω πως δεν θα μπορούσα να έχω σχέση μαζί σου. Και ξέρω πως αν κοιμηθώ ένα βράδυ μαζί σου μετά θα νομίσω ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Ενώ δεν γίνεται. Γιατί εγώ ξυπνάω το πρωί και χορεύω, εσύ ξυπνάς και καπνίζεις …υποθέτω. Τελοσπάντων δεν χορεύεις.

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το ότι σου μιλάω συχνά όταν είμαι μόνη μου, ότι μου λείπει η κουβέντα μαζί σου. Ξέρεις, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα γυρνάει σε πλατωνικά. Κι ας μένω σιωπηλή όταν σε βλέπω.

Ήσουν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που ήθελα να μιλήσω την ώρα του σεισμού. Τον ένιωσα πολύ δυνατά, στην αρχή η λογική ανέβασε στροφές να νικήσει τον πανικό και να με κρατήσει ακίνητη, να μπορέσω να σκεφτώ ότι καμία κίνηση δεν είχε νόημα. Και μετά πρόλαβα να σκεφτώ ότι ακόμα κι αν είχε νόημα κάποια κίνηση, θα προτιμούσα το τελευταίο κλάσμα του δευτερολέπτου μου πριν πεθάνω να το διαθέσω σε μια σκέψη, ας σκεφτώ κάτι όμορφο, παρά σε μια απεγνωσμένη κίνηση και παρακάλια στην ελπίδα.
Έτσι έμεινα ακίνητη. Μόλις πέρασε το πρώτο κούνημα ανέβηκε από τα πόδια μου ως την πλάτη το ρίγος του φόβου. Τότε και να ήθελα δεν θα μπορούσα να κουνηθώ. Ήρθε κι ο δεύτερος σεισμός και τότε αποφάσισα ότι δεν άντεχα και σου ‘στειλα μήνυμα.
Μικρές λακωνικότατες δύο απαντήσεις σου. Δεν ξέρω αν σε ξύπνησα ή όχι, πάντως εγώ χάρηκα τόσο, σαν να πήρα οξυγόνο. Τέσσερις λέξεις όλες κι όλες έστειλες κι εγώ να χαίρομαι μαζί τους ως την άλλη μέρα. Και ταυτόχρονα γελάω με την χαρά μου και την κοροϊδεύω. «Χαζή χαίρεσαι με τέσσερις λέξεις».
Ναι έβλεπα στον ύπνο μου ότι ταξίδευα για να σε βρω. Με τραίνα και πλοία κι αμάξια. Ταξίδευα και ρώταγα για σένα και τότε μια φίλη ή η μητέρα σου με πήγε σε κάτι νεροτσουλήθρες όπου κρυβόταν ένα περίεργο ίσως μαγικό μηχάνημα και μέσα σε αυτό ήταν το μυστικό σου. Με άφησε μόνη μαζί του κι έπρεπε να σκεφτώ ή να εφεύρω έναν νόμο της φυσικής προκειμένου να λύσω το μυστικό, και αν τα κατάφερνα θα σε έβρισκα. Το έλυσα. Δεν θυμάμαι τώρα πως. Θυμάμαι πως κατάφερα να καθοδηγήσω ένα μικρό μεταλλικό μπιλάκι, σαν ρουλεμάν, και να το κάνω να φανεί μέσα από ένα ξύλινο κουτί. Ίσως να είχε να κάνει με κάποιον τρόπο μετάλλαξης της ύλης ο οποίος βασιζόταν στις δυνάμεις του μυαλού και των επιθυμιών μας. Όπως και να’ χει εγώ το βρήκα το μυστικό σου στον ύπνο μου. Αλλά μετά ξύπνησα κι είχε σεισμό.

Δυο βράδια κοιμάμαι στον καναπέ. Είναι πιο κοντινός σου, κοιμάμαι με τα ρούχα. Μέσα το κρεβάτι έχει ακόμα αρώματα και δεν θέλω. Οπότε στριμώχνομαι στον διθέσιο καναπέ, τα πόδια πάνω σε τραπεζάκι.
Ρε γαμώτο αν μου πεις τι είναι αυτό που με γοητεύει. Δεν το ξέρω, δεν το βρίσκω, δεν ήρθα προκατειλημμένη για να γοητευθώ από σένα, άνοιξα τα μάτια και σε παρατηρούσα. Και αυτό που έβλεπα ήταν παράδοξο και αιχμηρό. Και μου άρεσε.

Λες να είναι ότι με κάνεις να δω πράγματα για μένα. Ή ότι εγώ δεν προλαβαίνω να διαβάσω και παίρνω από σένα αυτήν την αίσθηση που μου λείπει. Λες άμα είχα χρόνο να διαβάσω όσα έχεις διαβάσει (με άλλα λόγια λέω ότι με γοητεύει η γνώση πάνω σου) να μην γοήτευες εσύ. Μπα το ξανασκέφτομαι και όχι. Γιατί δεν είναι γνώση αυτή η υπέροχη αμεσότητα με την οποία απευθύνεσαι στους ανθρώπους. Δεν είναι γνώση βιβλίων, είναι αγάπη για ανθρώπους. Το πώς μιλάς στα γκαρσόνια, ίσως σε κάποιους περαστικούς. Ε ναι είναι πολύ όμορφο. Ποιοι φιλόσοφοι και ποιοι σκηνοθέτες. Απλά ευγένεια.

Αναρωτιέμαι πως την βγάζεις δίχως αγκαλιές, δεν ξέρω μπορεί και να έχεις. Άσε το σεξ στην άκρη, αυτό λύνεται. Αλλά η αγκαλιά, πως αντέχεις χωρίς. Ίσως είναι πως έχεις βρει τρόπους να αγκαλιάζεις του ανθρώπους με το βλέμμα, το χαμόγελο, τα λόγια και την χροιά της φωνής, οπότε η σωματική ανάγκη καλύπτεται έτσι. Αν κρίνω από το πόσο γεμίζω όταν μιλάμε ίσως να ‘χεις αυτό το χάρισμα.

Δεν παιδεύτηκα άλλο να ζητάω να δοκιμάσω το σώμα σου. Το ‘κανα μια φορά να θέλω μόνο μία γυναίκα και το πλήρωσα. Λες κι είμαι φτιαγμένη για να ποθώ και για να ενώνομαι με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Αν πάω να φορτώσω σε έναν τους πόθους μου …. Θα λυγίσει. Θα με φοβηθεί και θα φύγει. Δεν αντέχει το βάρος μου. Φτηνές εξηγήσεις, μπορεί εμένα να μην μου φτάνει ο ένας, ή να φοβάμαι να επενδύσω μόνο σε έναν γιατί άμα τον χάσω, ή ακόμα χειρότερα άμα τον βαρεθώ γιατί αυτές είναι ακόμα μεγαλύτερες απώλειες,….τότε πάει ο κόσμος μου χάνεται, και τραβιέται το χαλί κάτω απ΄ τα πόδια και πέφτω στον γκρεμό. Για πόσο πάλι. Οπότε ένα φιλί απόψε εδώ, κι ένα αύριο εκεί. Δεν είναι πως δεν αγαπώ, πως δεν θα είμαι ειλικρινής, Είναι πως ξέρω το τέλος κι έτσι κάνω μικρή αρχή.

Ας σου κλέψω πάλι λόγια: Όποιος βρίσκει εύκολα τον κόσμο, εύκολα τον χάνει.

Ας μην πανικηβάλλομαι.

Ξέχασα να πω: έχεις γιατρέψει πολλά. Ψάχνω κάτι ουλές και δεν τις βρίσκω.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008


Μυρίστηκα την άρνηση και έσπευσα να ερωτευτώ.
Λες πως είμαι έτοιμη να αφιερωθώ στους πόρους ενός δέρματος και προσεκτικά πας να το αποφύγεις, ή έτσι νομίζω. Γιατί εσύ τελείωσες με τα αναθήματα δήθεν. Και δεν μπορείς να αφιερωθείς. Ψέμα. Χρόνο όμως αφιέρωνες. Και πολύ χρόνο για το λίγο που με ξέρεις και σε ξέρω. Τράβα τώρα μια εξαφάνιση να μάθω. (Ήδη βέβαια…)
Λέω πως χάνεις την αίσθηση του να γοητεύεις με το σώμα σου και σου κρύβω πως το προηγούμενο βράδυ με γοήτευσες με το σώμα σου. Όχι με την εικόνα, ναι αυτό το αποφεύγεις τόσο που σχεδόν το καταφέρνεις. Για αυτό και το θύμα είναι ανυποψίαστο.
Με την αίσθηση. Η ζεστασιά της αγκαλιάς. Εκείνη η ξαφνική πριν με αποχαιρετήσεις, είχε τόση δύναμη το σώμα σου, κύμα που με τυλίγει. Κι έμεινα ακίνητη για να σταθώ όρθια και να μην με ξεβράσει στην άμμο ο αφρός. Και νόμισα πως αυτό ήτανε και δεν τρέχει τίποτα. Κι όμως πέρασε καιρός κι ακόμα ψάχνω. Και να’ τανε της πείνας, όχι.
Με διαπέρασε πιο πολύ από όσο νόμιζα, διαχύθηκε μέσα μου σαν ηλεκτρισμός. Έπειτα έφυγα. Και η αίσθηση της αγκαλιάς σου ξανάρθε εκεί που δεν την περίμενα. Στον οργασμό. Όχι στον ερεθισμό. Αλλά στο τέλος, έρχεται (έρχεται μόνη της δεν μπορώ να την καλέσω όταν εγώ θέλω, ούτε μπορώ να την διαχειριστώ ως μνήμη, ούτε να την χρησιμοποιήσω ως αφορμή ηδονής) η αίσθηση της αγκαλιάς σου, σβήνει τις πορνοεικόνες και μου γαμάει τα σπλάχνα με ένα τράνταγμα που θα θυμάμαι. Αδιαθέτησα 5 μέρες νωρίτερα. Έπειτα σε συνάντησα και πήγαμε για καφέ όπου σου είπα πως δεν θέλεις να γοητεύεις με το σώμα σου. Ψέμα. Φυσικά.

Κι ήρθε η άλλη μέρα. Χάθηκες, έφυγα, βρέθηκα σε άλλες αγκαλιές δυο βήματα από το βρεθώ στο κρεβάτι. Και αυτό που με κράτησε είναι πως στο σπίτι μου βρίσκεται η αίσθησή σου.

Μου λές πως θέλω να αφιερωθώ και πως για αυτό εσύ δεν
.

Αυτά έγραψε και ένα δύο τρία μπλουμ, τα ξένα χάδια πήραν την υπηκοότητα σου. Τίποτα πια δεν με κράτησε.

…τελικά Πέρασα καλά.
Κραιπάλες και φιλιά στα Σώματα. Ακόμα τα μαλλιά μου μυρίζουν. Ακόμα τα γόνατα τρέμουν κι ακόμη η γλώσσα μου ψευδίζει, οι μύες των χεριών μου πιάστηκαν. Οι εικόνες πηγαινοέρχονται στις φλέβες, κυλάνε στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού ως το ρίγος της κοιλιάς και το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού.
Αχ οι μυρωδιές. Αγκαλιές: φαγητό που βγήκε απ’ το φούρνο. Επιθυμίες.
Παραδέχομαι πως σε έψαξα, πως η εικόνα σου ήρθε και μου ζήταγε τα ρέστα πως δήθεν την απατάω. Αλλά την έστειλα αδιάβαστη. Μου ‘πες να μην βασανίζομαι. Ορίστε: οι ηδονές του αηδονιού στο πιάτο. Διαθέσιμη σε όσους με επιθυμούν. Oι αφιερώσεις στα ραδιόφωνα.

Ας πιω τώρα μια γουλιά κρασί.
Υγεία.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008


Στάζει από τα μάτια σου γλυκό νερό. Κι είχα ξεχάσει να βλέπω. Πως είναι να κοιτάς το σπίτι σου που κάθε μέρα βλέπεις και να ρθει ο ξένος για να καθρεφτιστεί στα μάτια του η ομορφιά του σπιτιού σου.
Έτσι ήρθες στο νησί να μου θυμίσεις πως έβλεπαν τα μάτια μου στα δεκατέσσερα. Τότε ο κόσμος μου ήταν όπως ακριβώς τον Είδες.
Κοιτάς το σώμα σου στον καθρέφτη αλλά μόνο στο βλέμμα του Άλλου πείθεσαι για την ομορφιά του.
Δρόμος ήταν και έφυγε.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Όνειρα γλυκά να έρθουν. Εδώ αγρύπνια.

Αρχίζει από μια λαβή παλαιολιθικού εργαλείου η καρδιά και καταλήγει στο κοτσάνι της τριανταφυλλιάς του κήπου σου.
Πότε η εξάρτηση είναι φυσιολογική και πότε όχι. Γιατί είμαστε επιρρεπείς στην θλιψη. Η σκέψη παγώνει και το στέρνο συστέλλεται προσπαθώντας να μην αναμοχλέψει την πληγή.
Οι ίδιες λέξεις πάντοτε ενώ θα αρκούσε να περιγράψω πως το λιοντάρι κατασπαράζει την λεία του. Για να ζήσει, να τραφεί. Σου λέω πως έχει αγρύπνια εδώ. Μα είναι δική μου καταδική μου η αγρύπνια. Ετοιμη κιόλας να φορτώσω τα άπλυτα πέντε χρόνων στο καινούργιο πλυντήριο. Εμ δεν χωράει.
Πότε είναι ο έρωτας αρρώστια; Και γιατί όχι; Κι αν ξεκινήσω τις θεραπείες...... θα μπορέσω ποτέ να ξαναερωτευτώ. Σάμπως τώρα μπορώ; Και τί νόημα έχει να αντέξω να ζήσω λίγο πιο ισορροπημένα, λίγο πιο ευτυχισμένα. Λες και φτιαχτήκαν μόνο για να γελάν τα χείλη.
"Έχε γεια κι εγώ πηγαίνω με τα χείλη μου καημένο".
Στο παραλήρημα του φθόνου βγήκαν δάκρυα ευτυχώς. Μπόρεσαν να ξεπλύνουν με το αλάτι τους την απροκάλυπτη γύμνια.
Ξέρω πως δεν χρωστάς πουθενά και περισσότερο σε μένα και γιατί να βρεις ρούχα να με ντύσεις. Άντε και πως να πείσω το παιδί που κλαίει μέσα μου πως δεν έχει φέτος καινούργια ρούχα.
Με συχνότητα 4 ημερών τσακίζω. Και πάλι από την αρχή.

Και αυτό πια με το να μην πετάω τίποτα. Αφού στο τέλος δεν αντέχεται το βάρος.

Η οικειότητα θα μπει στην άκρη και θα την κοιτάω πεινασμένη.

Πάλι στο χώμα και πάλι απ' την αρχή. Δεν κοστίζει τίποτα. Λίγες γραμμές.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Στην πρώτη συνάντηση το σώμα ποτίστηκε μόνο απ' τα λόγια. Χωρίς σχεδόν φύσημα άρχισαν οι καρποί του να πέφτουν στο χώμα. Ώριμοι, μαλακοί αφήνουν μια λακουβίτσα στο έδαφος... αν τους πιάσεις στο χέρι σου.

Και μες στην νύχτα ξαναγέμισε το δέντρο πορτοκάλια. Ξύπνησα απ΄το βάρος των κλαδιών μου, κι ως τον πρώτο μοναχικό οργασμό αδυνατούσα ως και να κινηθώ. Δεν είχα πόδια, ειχα ρίζες.

Ύστερα έτρεξα, νόμιζα να ξεφύγω μα ήμουν πάντα πίσω σου. Δεν σε πρόλαβα. Έστειλα τους χαρταετούς μου κι έκοψα τα σκοινιά. Εκεί μπλέχτηκες: στους σπάγγους που είχαν μυρίσει ουρανό.

Και τότε ξάπλωσα πάνω στους καρπούς στο χώμα. Κι ήταν η πρώτη φορά που ο οργασμός είχε πρόσωπο. Χωρίς να σε έχω αγγίξει. Με μόνα στοιχεία της εξίσωσης κάτι βιαστικές αγκαλιές αποχαιρετισμού, καλωσορίσματος και φιλιά στο μάγουλο.

Λοιπόν που είσαι; Πρέπει να συγκρατηθώ και να κάνω πως δεν θέλω να πάρω το πρώτο τραίνο για το Βορρά. Δεν πιάνω το τηλέφωνο γιατι δεν θα το κλείνω. Αλλά και πάλι τι να πω, τι να μου κάνουν τα σύρματα. Το σώμα θέλω. Με προδίδουν οι φαντασιώσεις που ως τώρα είχα, χλομιάζουν την ώρα της κορύφωσης και έρχεται το προσωπό της. Οι σπασμοί εδράζουν πλεον στα σπλάχνα κι όχι στα ηδονικά του χείλη.

__ . ___

Αεικίνητα μάτια. Κοιτούν με την ταχύτητα της κόρης του ματιού επιβατών τραίνου. Βρίσκεσαι διαρκώς σέ έναν συρμό. Του μετρό ή του σουρσίματος.

Βλέπεις τις πιο μικρές κινήσεις του αέρα δίπλα σου. Καλύπτεσαι κάτω από ράσα, μεταξωτά και λινά μα ευτυχώς δεν μου κρύβονται όλα. Βλέπω στην μέση των χειλιών μια τέλεια μικρή καμπύλη. Πεισματωμένο βλέμμα γερακιού ή αετού, γυρίζεις να με δεις και με έχεις ήδη κοιτάξει δυο φορές πριν να με δεις. Η γυναίκα που κοιτάζει πιο γρήγορα απ΄το βλέμμα της.

Ποιο χάδι σου οσμίστηκα πριν γεννηθεί κι αρχισα να γουργουρίζω κελαηδώντας. Εκεί στο τρίστρατο. Σε ειχα βάλει στο πιάτο και παρήγγελνα και δεύτερο.

αντιγραφή μέρους της 30-9-2008 μικρά χαρτάκια κατά την διάρκεια συνεδρίου. Φωτογραφία: Γιάννης Κωσταντής. Η νύχτα που δεν πέρασε.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

ονειρευτηκε την φυλακη

Με βάλαν λέει φυλακή. Θυμάμαι τον δισταγμό πριν πατήσω το πόδι μου για να μπω μέσα αν και ήξερα ότι δεν έχω άλλη επιλογή. Ποσο ήθελα για ένα ακόμη δευτερόλεπτο να μην εισέλθω. Ένα καφκικό όνειρο, όπου βρισκόμουν έγκλειστη για λόγους τυπικούς κι άσχετους με την αληθινή ζωή, ίσως γιατί είχα ξεχάσει να πληρώσω έναν λογαριασμό.
Με κοιτούσαν οι φύλακες και το λοιπό προσωπικό της φυλακής με ένα μικρό δέος, ντρεπόντουσαν γιατί ξέρανε πως δεν έπρεπε (ερπετά της σκέψης) να βρίσκομαι εκεί.
Κι όμως βρέθηκα,
σε κλειστά λευκά δωμάτια αναμονής, κάθε λιγο όταν μπορούσα πήγαινα σε κάτι πόρτες κι έβλεπα χωράφια καλλιεργημένα και περίμενα να βγω. Κάποιος από τους απέξω έπρεπε να με φροντίσει μά όλοι είχαν δουλειές.
Και ο Κάφκα συνέχιζε να γράφει το όνειρό μου, οι φύλακες με λυπηθήκαν, με ντράπηκαν ή κάτι τέτοιο και δεν με έβαλαν σε κελί. Στα κελιά οι συγκρατούμενοι ίσως και να λυντσάριζαν πάντως η ζωή δεν θα ήταν ίδια μετά από αυτό.
Με άφησαν να περιμένω σε χώρους υποδοχής ώσπου να έρθει κάποιος να πληρώσει για μένα. Δεν ήρθε ποτέ.

Ξύπνησα ελεύθερη. Κι έπειτα ήρθε το τραγουδι με λυγμούς κι ελιγμούς. Si se calla el cantor calla la vida.

Ήταν τα χτεσινά δώρα πολλά.

Πρώτα οι εικόνες του,
μπήκαν στην σκέψη μου όπως μπαίνει περαστικός να θυμιάσει σε εξωκκλήσι αραχνιασμένο.

Έπειτα οι σκέψεις της,
μπήκαν στις εικόνες μου όπως μπαίνει περαστικός να θυμάσει σε ξωκκλήσει αραχνιασμένο.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

ξεπλυμα

Υπηρετουν θητεια οι καφρίλες στις κουβέντες μας.

Σε εκεινη την φωτογραφια κοιταμε κι οι τρεις τον καθρεπτη. Ξερεις δεν καταφερα ποτε να γινω εκεινη που ηθελες, Σε προδωσα μια νυχτα στην Καλλιδρομιου για μια κοπελα που στο στηθος της ειχε γραμμενο με κινεζικα ιδεογραμματα: ΠΑΥΣΙΠΟΝΟ.

Ήταν όλοι εκεί να με αγκαλιάσουν. Δεν θυμάμαι πότε ξανάνιωσα πως όλοι μ' αγαπάνε. Κι έτσι έχω πια δύναμη να μιλήσω για την θυσία.

Είναι αδιάφορο πως δεν μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία. Σε λίγο καιρό κι εγώ θα κλείσω τις πύλες για να μιλήσω χωρίς φόβο.

Η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι να τον δω. Και φοβάμαι μήπως με διαβάζει. Ποτέ δεν έχω νιώσει πιο καταπιεσμένη, πιο υποτιμημένη, πιο ανήμπορη να φύγω, ένα μικρό χταπόδι που περιφέρει τα πλοκάμια του απαλά γύρω από το θηρίο για να το καλοπιάσει και να μην ακούσει τον θυμό του.

Γιατί περιφρονώ βαθιά τον θυμό του. Σιχαμερός και κακομαθημένος, βρωμιάρης και γλοιώδης ατενίζει την θάλασσα μέσα απ' το κάτουρο. Φοβόμουν τον θυμό του λέω. Τον σιχαινόμουν σαν τις κατσαρίδες, μου τάραζε τα σωθικά όταν τον άκουγα να θυμώνει σε άλλους για ηλίθιους λόγους - απλά είναι απ' τους ανθρώπους που έχουν μάθει να θυμώνουν τουλάχιστον 2-3 φορές την εβδομάδα - κι έλεγα πως εγώ θα την γλιτώσω. Στο περίπου τα κατάφερα. Πήρα και μια πίπα με το χέρι ραμμένο για να με αφήσει να κοιμηθώ. Βρήκα όποια τρυφερότητα μπορούσε να χει απομείνει, την υποδύθηκα και έπειτα έκανα πως κοιμήθηκα αγκαλιά.

Σκεφτόμουν μόνο την στιγμή της φυγής. Ήμουν για 7 μέρες η γυναίκα του 1950, απόλυτα εξαρτημένη ως προς την στέγη, την τροφή, την μετακίνηση και υπό την απειλή της κατηγορίας ότι αν δεν κάνω κάτι μαζί του, '"δεν μοιράζομαι". Ω Θεε μου. Καταναγκασμός.

Περιφρονώ βαθιά τον θυμό του και δεν θα του χαρίσω τον δικό μου. Προτίμησα να χυθεί αίμα.
Αυτοτραυματισμοί φυλακισμένων.

Πόσες φορές θέλω να πάρω τηλέφωνο εκείνον που έστω για λίγες ώρες με γλίτωσε από το βασανιστήριο. Εκείνον που με έσωσε από τις άγριες προθέσεις να ραφτεί το δέρμα μου χωρίς αναισθητικό - και σύμφωνα με νεότερες δηλωσεις βεβαίως θα χρησιμοποιούσε βία αν αντιδρούσα λόγω πόνου - με πετονιά από κάποιον που το χει κάνει αλλη μια φορά στον εαυτό του και νομίζει ότι είναι ο πιο ικανός όλων.
Ήμουν στο ιατρείο - νά είναι καλά εκείνος που με πήγε - με μια πληγή και το μόνο μου άγχος ήταν πως θα γυρίσω πίσω κόντά του. Δεν με ένοιαζε ο πόνος, δεν με ένοιαζε το αίμα, παρά μόνο η ασφυξία που μου προξενούσε η παρουσία του. 7 μέρες στην κόλαση που βρισκόταν σε ένα πανέμορφο νησί.

'Εκτοτε θεραπεύομαι. Κι αρνούμαι να παραδοθώ και κάθε βήμα δυο φορές το σκέφτομαι και κάθε σήμα δυο φορές το ζυγίζω. Κι αν έχει βάρος το σκέφτομαι, κι αν είναι ανάλαφρο το αφήνω να περνάει και δεν του βάζω εγώ βαρίδια.

Πρώτη μέρα χωρίς τον επίδεσμο.

Συνηθεια της ουλής.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Σεπτεμβριος


Αγκαλιά κι αγκύλια.
Η ρώγα του δαχτύλου στις ρίζες των μαλλιών.
Το μέταλλο των χειλιών μεταλλαγμένη λάμα που λιώνει στου λαιμού σου το άγγιγμα.
Από μακριά μακάριζα τους μικρούς ήρωες του άρτου.
Άναρθρος ο όρθρος ξεπάγιαζε να σε περιμένει.
Κι αυτό το ζευγάρι στην αγκαλιά του παγκακίου δεν έπαψε ποτέ να το φθονεί η μοίρα.
Οι ορυζώνες της ύβρης με εξορίζουν κάθε δυο χρόνια ως ανάρμοστη του εύρους τους.
Και της οργής το στερέωμα από την Γυάρο σας χαιρετά.
Ο άχραντος κι αχρείος χοίρος του χρόνου μας.
φωτογραφια: C.Molla.
______________________ . _______________________________
Πραγματικά πως θα μπορούσα να μιλήσω αλλιώς; Με τους ρυθμούς της απεικόνισης της πραγματικότητας στον "λογικό" λόγο θα ξόδευα τρία βράδια για να σας περιγράψω ένα.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Σχεδόν ένας μήνας και στο χέρι μένει μια μικρή γραμμή. Ήταν μια περίεργη τελετή μύησης που κατέληξε στον αγροτικό γιατρό. Να μιλήσω για αυτό, να μην μιλήσω. Είναι μπλεγμένο με τόσα άλλα. Είχα μαζεμένη οργή

Από τότε που γύρισα είμαι ευτυχισμένη. Μια σχεδόν εκνευριστική ευτυχία, πεισματωμένη, αποφασισμένη να μείνει εδώ και να κατατροπώσει τα πάντα. Χαμογελώ από το πρωί. Το περιστέρι που δεν ήρθε, δεν ήρθε για να μην το δουν. Μου στειλε όμως μια λευκή πεταλούδα, εκεί που κολυμπούσα να χαιρετήσει τον χρόνο.

Γύρισα στα βράχια. Η σκιά σας χαιρετά. Έτοιμη να σπαρταρήσω και πάλι απο ηδονές που έρχονται. Οι θάλασσες που είδα με έχουν ευλογήσει. Ο τόπος της μύησης μου μίλησε, άνοιξε τα μάτια μου, είδα ξεκάθαρα ποιους αγαπώ και ποιοι κρατάνε τον καθρέφτη έτσι που να θαμπώνομαι απ' τον ήλιο και να νομίζω πως τους αγαπώ. Αυτοί που θηλάζουν τον χρόνο μου μέχρι να μάθω να ξεχωρίζω τα αιχμηρά δόντια τους πριν αγγίξουν τις θηλές μου.
Πριγκήπισσα Τιτάνια για μια στιγμή. Την στιγμή που περνάει η επήρρεια του μαγικού φίλτρου.

Γύρισα πίσω και φιλώ το χώμα της μοναξιάς μου. Ποια μοναξιά δηλαδή, οι άνθρωποι που χω πλαι μου είναι υπέροχοι και δεν το ξερα και δεν μου φταναν μεχρι που πείνασα για αυτούς.

Γύρισα πίσω κι έπειτα ακόμα πιο πίσω. Εκεί που ήμερη ομορφιά εξαγριώνει τα ήθη. Πως να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου.

Η μόνη κινηση ήταν τα χέρια της όταν έβαζε τα ποτά. Όλοι ήμασταν βουλιαγμένοι στο βυθό της, σαν φύκια λικνιζόμαστε ίσα ισα με την μουσική και περιμένουμε. Κρατάμε με τα ακίνητα κορμιά μας το νερό του βυθού στην θέση του. Αναπνέουμε να μην στερέψει. Ονειρευόμαστε μέχρι να αφρίσει. Εκεί στην φιδίσια μπάρα.

Έτσι απόψε θα ονειρευτώ τις καμπύλες της, κι όταν με αγγίξει θα γυρίσουν τα ηλιοτρόπια κατά το μέρος μου. Και θα είμαι ελεύθερη, κι ούτε θα μιλήσει γιατί θα είναι όλα ειπωμένα. Ούτε μια φανφαρίτσα πια δεν θέλω. Θέλω την σιωπή, που καίει, θέλω άλλα σώματα.

Θελω, θέλω, θέλω να είμαι
Ξεκρέμαστη στα χρόνια

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΡΧΗ.


Hoy vuelvo a la frontera.


Σήμερα είμαι στα όρια.


Επιστρέφω στα σύνορα.


Σήμερα έρχομαι ως την άκρη.


Με σκουριασμένα δάχτυλα, σε κάθε πλήκτρο κόμπος.

Σαν εικόνα φιλώ με τα ακροδάχτυλα μια οθόνη.

Σκοτείνιασε νωρίς.


Δεν έχω δύναμη να πω πολλά. Έχω χάσει αίμα.

Κι έχω βρει την υγειά μου.


Είδα τόσο τυρκουάζ που καθάρισαν τα μάτια μου.

Γίναν γαλάζια από μέσα.


Βούτηξα σε μωβ βυθούς και μαύρισε την στιγμή μου το κρύο.


Κι όμως η ομορφιά ήταν εκεί. Και στην βρώμα και στα αίματα, στο χώμα, στα απόνερα

Και στα απόμερα βράχια που περιμέναν τον ιδρώτα μου.


Βούτηξα στην κόλαση. Είναι ο άλλος. Έζησα τον φόβο και την ξενιτειά.

Τόσο σύντομα, απότομα.


Η υπόσχεση να γυρίσω. Είμαι πίσω, είμαι ευτυχισμένη που γύρισα ζωντανή, που πατώ τα πλακάκια του σπιτιού. Η υπόσχεση να γράψω ξανά.


Συγχωράτε μου τα άναρθρα. Θα κυλίσει κι η λέξη κάποτε.
----- . -----
Καλή χρονιά.
Η πρώτη που δεν ήρθε λευκό περιστέρι για να πω και το παράπονό μου....


Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Κλειστό λόγω διακοπών

Σάββατο 31 Μαΐου 2008


Ένας πρώτος καφές γλυκός. Κι έπειτα ένας δεύτερος σκέτος.

Μια που δεν ήπιαμε μαζί καφέ.

Το νησί που κρύβω μέσα μου αναδύεται τις νύχτες, γυμνό και μαρμάρινο.

Όσοι με αγάπησαν, αφήσαν εκεί ανάσες.

Απολαμβάνω την απουσία σου, γιατί κι η έλλειψη στοιχειώνεται από αγάπη.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

υΒΡΕΙΣ φΡΕΣΚΕΣ

Είναι καιρός που to gremmi θέλω να το χω εδω κοντά γιατί πραγματικά κεντάει σταυροβελονιά και δεν το πιάνω απο πουθενά. Ελα καλωστο, ψυχαράκι μου, χαρωτοοο, που λενε και στο νησι μου κατι γιαγιαδες.
Η ευρηματικότητα της ύβρης, διευρύνει τους ορίζοντες. Αν μη τι άλλο.

Κατά τα άλλα μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Τα πρόσωπα μονοπωλούν το ενδιαφέρον μου, οι λέξεις χλομιάζουν, μια αδιαόρατη ευτυχία κάθεται στα μαλλιά μου σαν πεταλούδα κι εγώ χαζεύω υπνωτισμένο. Ακόμα κι αν επέρχεται εγκατάλειψη, χαμογελώ ακόμη, χορτασμένη χάδια.

Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Γράφε!

Και συνέβη το αναμενόμενο. Δεν μπορώ να γράψω γιατί φοβάμαι. Οπότε καταλήγω σε υπαινιγμούς.
Οπότε θα πρεπε να αντιγράψω το αλάτι από κέρατο ελαφιού γιατί είναι το μόνο που ταιριάζει.
Αλλά έπρεπε να είναι γνωστό πως κάθε σώμα σε φέρνει στο επόμενο. Πως κάθε άγγιγμα σε φέρνει στην επόμενη επιθυμία κοντά. Πως το τιμόνι το στρίβεις δεξιά και πάει αριστερά η βάρκα. Πως δεν σε αγάπησα ποτέ λιγότερο επειδή έδωσα το σώμα μου σε άλλες αγκαλιές. Πως γνωρίζουμε τον κόσμο με το δέρμα μας. Και θέλω να γνωρίσω τον κόσμο. Να ταξιδέψω. Για να ξέρω τι είναι η πατρίδα.
Ξέρω είναι όλα αυτά απλοικά. Ας είναι.
Η επιθυμία τους κουρνιάζει στο σώμα μου
Και με το σώμα διερμηνέα ζεσταίνω τα παγωμένα κομμάτια μου
στην επιθυμία τους.

Γυρνάνε γύρω μου όσοι αγάπησα με ρυθμούς ιλιγγιώδεις.
Κι εγώ γέρνω τους κλώνους μου στα πιο μακρινά.
Μέχρι που σήμερα μου κλέψαν τα λεφτά.
Για να μου υπενθυμίσουν πως ο ίλιγγος φέρνει πτώση.

Είναι αργά.... Νάνι. Μόνη.

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Μανταρινάδες για τους έρωτες.


Απόψε δεν σε αγκάλιασα, τα αγκύλια σου ανοιγμένα.
Γλυκειά η φωνή σου χάιδεψε, όσα η ψυχή έχει ξεχασμένα.

Μου το παν πως σε είδανε με βλέφαρα κλεισμένα
Μου το παν πως σε είδανε και έμοιαζες σε μένα.


Ένα βράδυ, δυο βράδια, δυο κορμιά με κράτησαν.
Είμαι η μια η μικρή η φωτεινή.
Την πιο πολύ που αγάπησα την έχω αποκλεισμένη.

Ελεύθερη γυρνώ, μοιράζω σώμα. Λάβετε, φάγετε.
Ένα τανγκο ήθελα απόψε.
Αλλά όσα σκόρπισα πρέπει τώρα να μαζέψω.


Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Μαροκο.

Μάτια που καίνε ένα ήρεμο παράπονο. Ένα ψηλό παληκάρι είκοσι χρονών, όμορφο πρόσωπο, μακριά σχεδόν γυναικεία δάχτυλα με ευγενικές καμπύλες στα νύχια. Κάθεται με τα πέλματα τυλιγμένα μέσα σε γάζες....και μισά. Κρυοπαγήματα από το περπάτημα μέχρι την χώρα μου. Δεν έχει πλέον δάχτυλα, το πέλμα δεν τον κραταει, χρειάζεται μπαστούνι.
Έχει τέσσερα μικρά αδέλφια και ήρθε για να δουλέψει, λέει. "Οι γιατροί είπαν για τρεις μήνες να μην δουλέψω". Και όσο η καλοσύνη και το παιδικό παράπονο στο βλέμμα του με πονάνε, δεν φανταζομαι τον πιο μεγάλο καημό του: "Δεν έχω πει ακόμα στην μάνα μου για αυτό (και δείχνει τα ποδια του). Έχει καρδιά και φοβάμαι." Μου το λέει ο διερμηνέας, μα πριν το μεταφράσει το έχω διαβάσει στα μάτια του.


Και τώρα; Τι νουμερο παπούτσια φοράει;

Κι αντί να κλάψω, γέλασα. Δυνατά και με λυγμούς.

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Αναφερομαι

Σκόνταψα κι έπεσα. Κι ήταν βαθιά κι έκανα καιρό να ξανάρθω. Σας γράφω από ένα σπιτι που βρωμάει εγκατάλειψη. Θα το γυαλίσω κάποτε, όταν αυτοί που θα 'ναι μες στο σπίτι θα μου είναι πιο σημαντικοί από τους απέξω.

Το κορίτσι, σχεδόν γιγαντόσωμο για την ηλικία του από το απέναντι μπαλκόνι με ρωτάει: "Που είναι το παιδί σου; Δεν έχεις παιδί; " . Τελεία.

Δεν πολυμπαίνω εδώ μέσα. Μόνο για ύπνο και για να σας γράψω. Τα χάδια έχουν πιάσει σκόνη. Μα θέλει κι η σκόνη το χάδι της.

Όλο βλακείες. Λέω να αρχίσω και τίποτα καλύτερο από τούτο το παράπονο. (το επονομαζόμενο και μίρλα) Ξαναδιάβαζω και μου φαίνομαι όλη ένα παραπονεμένο blog.

Σώπα πουλάκι μου. Θα το πιάσεις πάλι από την αρχή.

Κι εκείνο το φριχτό πρωινό που ο κόσμος ήταν σε απόσταση 4 μέτρων και περίμενε να σε ακούσει κι εσύ έχασες τον κόσμο. Ξαφνικά όλοι ξεμάκρυναν και διαλύθηκε σε ένα αχνό φως το ακροατήριο. Οι λέξεις από τις οποίες θα γαντζωνόμουν για να κρατηθώ έχουν εξαφανιστεί. Κι έτσι.............ουπς. Έπεσα.

Κι ήταν βαθιά κι έκανα καιρό να ξανάρθω.

Και δεν είχε εικόνες να σας φέρω από κει που ήρθα. Μόνο κάτι ξεθωριασμένες λιμνοθάλασσες και είπα να μην πάρω. Κάνω οικονομία τώρα για να σας φέρω μια τυρκουαζ γυαλιστερή παραλία!

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Για την τρυφερότητα των κυνικών ήπια χτες.
Άσωτες κόρες και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντες υιοί.
Που πίσω απ' τους κυνόδοντες κείτονται ανεμώνες σε λιβάδια ντροπής για το χάδι.
Αρνήθηκα τον κυνισμό κι έμεινα γυμνή. Νεκρικά αναμάρτητη.
Καν νεκρός ωράθης... των κενταύρων η γη θα σε νέμεται: εσύ επιθυμία μισή!

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

Ετούτο το ανάστροφο χιόνι,
ιπτάμενο να μας θυμίζει πως ερωτεύονται τα δέντρα,
ανήμπορα, ακίνητα,
με όλα τα κλαδιά προς ουρανό,
καταπίνουμε ή μάλλον ανασαίνουμε το σπέρμα τους.
Ανοιξη.

Σέρνεις τις ανάσες σου σε κοντινό μεζεδοπωλείο,
Χορεύεις έπειτα για το μάταιο των ματιών της
κι είναι απέναντι.

Δεν αγαπώ, δεν λυγίζω.
Δεν δίνομαι, δεν σπάω,
Δεν επιθυμώ, (τάχαμου).


Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Απριλης Καραγκιόζης

Ε βρε τελευταία μέρα σου. Δεν προλαβαίνεις να ξημερώσεις άλλη φορά για φέτος.
Μόλις έφτασε στο νησί βούλιαξε. Την επομένη ανέβηκε για το τάμα. Ήταν δεκατέσσερα όταν έγραφε :"Θα το τολμήσω. Εκεί που αχνοφαίνονται σε χρωματισμούς ηλιοβασιλέματος μενεξελί και νύχτας, οι φλέβες".
Οπότε ανέβηκε στο ίδιο μέρος και άναψε κερί για εκείνον που το τόλμησε. Για να μην το ξανατολμήσει, γιατί εκείνος ο άγνωστος σήκωσε ΤΟ ΒΑΡΟΣ. Θύμιασε το πέλαγος. Ελαφρύς ο καπνός συνομίλησε με τις ριπές του ανεμου. Θυμήθηκε τις οπλές των αλόγων που την ανέβαζαν κάποτε τόσο γρήγορα από βράχο σε βράχο ως την κορυφή.
Πόση σιωπή χωράει μέσα στους τοιχους που ορίζουν τα τετράγωνα και ορθογώνια δωμάτια. Είχε ξεχάσει. Όλη η παιδική της σιωπή.
Εκείνη με τα γαλάζια μάτια την έχει ξεχάσει. Ευτυχία. Ευτυχία; Ναι.
Θα ζήσω με τους θανάτους μου να λαμπυρίζουν κάτω από τα βλέφαρα.
Να γοητεύουν.
Έπειτα ήρθε ο πνιγμός. Η μεγάλη σιωπή. Πήρε το πλοίο κι ήρθε πίσω στην Αθήνα.
Εδώ οι αγκαλιές, εδώ η αναμονή τους.

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Τα φώτα ανάβουν στο μικρό διαμέρισμα. Απέναντι σε μια ταράτσα η πρώτη βραδινή σύναξη των γειτόνων για αυτο το καλοκαίρι. Οι σκιές τους γίνονται τεράστιες στον τοίχο.
Οι μουσικές ανοίγονται. Είναι εκείνες οι μικρές ευτυχίες που την κάνουν να κοιτάει την οθόνη με ύφος απλανές.
Δεν είναι εδώ κανείς. Κι ομως καρδιά γεμάτη.
Γελαστό πρόσωπο, λευκό χαρτί.

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Η σκόνη της ερήμου.

Περιγράψτε τις διαρροές της ψυχής στην βοή των δρόμων. Ούτε μια λέξη που να βγάζει νόημα. Να ένας στόχος. Γκρίζα απονενοημένη ραχοκοκκαλιά που ανατριχιάζει. Πόσες ώρες ξέβγαζες τα ρούχα σου στο αλμυρό νερό.
Αχ να άγγιζα με τα χέρια μου την γαλήνη των κυμάτων σου. Αλλά εσύ κλείνεσαι και δίκαια. Αγαπημένη μου αχιβάδα, δέρμα σταρένιο, ίσως κάποτε να έσταζες νερό απο τις άκρες των μαλλιών, ίσως και όχι. Να διαγράφει το αλατι στους ώμους σου τους χάρτες των κρατών της ευτυχίας μου.
Γκιούλιβερ. Σε αγγίζω και σε ξεχνάω.

Το τέλμα έχει όνομα. Το φωνάζεις τρεις φορές, μια την νύχτα, μια τα χαράματα και ύστερα μέρα μεσημερι την ώρα που στην μέσα Μάνη γυρνάνε τα χειρότερα φαντάσματα.

Οι ρυτίδες της θάλασσας κλείνουν αργά τα μάτια τους και με αποκοιμίζουν.

Θέλω αγκαλιά.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Μου λείψατε




Μπαίνω μέσα στην ομίχλη, σε αφήνω και ταξιδεύω μέρες τώρα στον Οκτώβρη που πέρασε.


Κι εκείνος ο ετοιμοθάνατος σάτυρος που τον συντρόφεψα όσο μου επέτρεψε η μικροαστική μου συμπόνοια: Δηλαδή γύρω στις 3 ώρες καταρρακτώδους φθινοπωρινής βροχής και χτεσινής αγρύπνιας πάνω σε κορμι γεμάτο καμπυλες. Κι εκείνος εκεί, με μια φιάλη οξυγόνου, ασθαίμοντας, έχοντας πράξει άπειρες μικρότητες και μεγαλοσύνες στην ζωή του, μαλωμένος μια για πάντα με τα καθωσπρέπει αδέλφια, παιδιά του και άλλους συγγενείς, χωρίς κανέναν να τον συντροφέψει, να πεθαίνει σε ένα κρεββάτι ξενοδοχείου, μια ώρα αρχύτερα κατεστραμμένος από την συμβατική ιατρική που δεν μπορούσε να φανταστεί πόσες παραπάνω αντοχές είχε το άλλοτε σιδερένιο κορμί του.

Εκείνος εκεί, να με κοιτάει με τα μικρά μαύρα μάτια που τρεμόπαιζαν και διάβαζαν επάνω μου όλα τα χτεσινά χάδια, τα φιλιά, τους οργασμούς. Νέος παρόλαυτά. Γιατί θυμόταν πως είναι η κραιπάλη.

Μέρες τώρα γυρνάει στο μυαλό μου η ψυχή του. Τον τελευταίο καιρό είχα πάψει να τρέχω να τον δω, είχε αρχίσει να ζητάει λεφτά πια, να με καλεί συνέχεια. Έμαθα από γνωστούς ότι κηδεύτηκε. Δεν το έμαθα την ημέρα που πέθανε παρά πολύ μετά. Κι ακόμη τώρα έρχεται η εικόνα του και μου ζητάει να μιλήσω. Να πω ότι ήταν άδικος, ναι, κι έκανε πολλές βλακείες, κι απερισκεψίες και κουτοπονηριές. Μα τον καταλαβαίνω, γιατί η ψυχή του δεν χώραγε πουθενά και μόνο στον εικονικό δικό του κόσμο, που έφτιαχνε με το ψέμα και την κοροιδία μπορούσε να χαμογελάσει. Γιατί η ψυχή του ήταν πάντα μόνη. Και γιατί κι αυτός ήταν από εκείνους που τραγουδούσαν "Κι εγώ αγαπω τους ξένους μου, τους πιο δικούς μου ανθρώπους."


Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Προσοχή! Γιαγιά στο σπίτι!!!!! :)))



"Δεν πιστεύω να σου χαλάσαμε το ντεκόρ." (ατάκα που άκουσα από τη γιαγιά μόλις μπήκα στο σπίτι σήμερα)


Οι βυζαντινές εικόνες που είχα φυλαγμένες σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης, ήταν πλέον στον τοίχο της κουζίνας μου, σε διάταξη, ένα πρόχειρο εικονοστάσι για να θυμιάζει.

Χαμογέλασα. Ας κάνει ό,τι θέλει.


Την πήγα εκκλησία. Ξαφνικά η άχρωμη γειτονιά μου απόκτησε διάσταση, ο κόσμος μας κοιτάζει στο δρόμο, τα αμάξια σταματάνε για να περάσουμε και μέχρι να γυρίσουμε έχει ήδη οικειοποιηθεί την Αθήνα ώστε της μιλάνε στο δρόμο: "όλοι σταματάνε για σένα." Η φοβερή της ικανότητα να στέλνει όμορφη ενέργεια στον κόσμο. Λίγο νάρκισσος στην ψυχή, ανθρώπινα, θέλει να αρέσει. Και αρέσει, και καλά κάνει, έχει μάθει να δίνει με την παρουσία της και να ευχαριστεί τον κόσμο.


Τα βήματά της αργά, πολύ, ο κάθε τοίχος έχει αξία, είναι ένα αγαπημένο της στήριγμα την βοηθάει να περπατήσει. Βλέπω όλες τις συνηθισμένες εικόνες στο τελευταίο φως του απογεύματος και μου φαίνονται ξαφνικα πολύ όμορφα.


Μέσα στην εκκλησία χαλάρωσα στο άδειο κουφάρι του κτιρίου, έριξα το μέσο όρο ηλικίας τουλάχιστον κατά 30 έτη, και ανέβασα το μέσο όρο ύψους κατά 30 πόντους. Άκουσα τον ψάλτη να τα λέει βαριεστημένα σαν παιδί που μουρμουράει για εκατοστή φορά τα κάλαντα με το χέρι στην τσέπη.

Μέσα στου ψαλμούς, ταξινόμησα την ζωή μου για άλλη μια φορά, άνθρωποι γύρω μου, τι αξίζει τι δεν αξίζει, αποστάσεις και εγγύτητες, σκοινιά που κόβονται και αλυσίδες κρυμμένες που ξεθάβονται κι όμως γυαλίζει το μέταλλο.
Αχ, λέει πως είμαι εγώ παιδί 13 κι εκείνος είναι 10.... Περίεργο που νιώθω ότι τίποτα δεν διακινδυνεύω, όσα νιώθω για εκείνον είναι δυνατά και επιτέλους έχουν ελευθερωθεί από την ανασφάλεια. Δεν έχω να χάσω τίποτα πια. Είναι το βλέμμα μου καθαρό, μπορώ να τον αντικρύσω.


Με φωνάζει η γιαγιά! "Γράφεις γράμμα και γραφή; Θα ερθεις να πιεις καφέ; Μπορώ κι εγώ να γράφω; ααααχ, Παναγιά μου του Γραβά!"( την γιαγιά μου να δω στο λαπτοπ... κι ας πεθάνω)

Κι αφού βλέπει οτι δεν έρχομαι γιατί σας γράφω, πλησιάζει. Λοιπόν αυτήν την στιγμή την έχω δίπλα μου. Παίζει και να διαβάζει τι γράφω... μάλλον για αυτό μου λέει "δεν είναι το φως σου λί(γ)ο παιδί μου;"


Νταξ. Είναι απίστευτη... μονολογεί με νευρικο γέλιο σαν να ήμουν εγώ: "Γιαγιά δεν με ξεφορτώνεσαι; Θα την θυμάσαι την πρωταπριλιά"

Η ευχή μου κοντά σας, καλό ξημέρωμα, καλό μήνα.

"Είναι τώρα γράμματα 'κειδά;"

Λοιπόν πάω μέσα για καφέ για να μην στέκεται έτσι και με θωρεί και περιμένει.

Σας φιλώ όλους!!!

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Εσπρέσσο ο άρχοντας της ταχύτητας, περνάει στο σώμα ρίγη και μια διάθεση για τρελό χορό. Καθώς κατεβαίνει η γουλιά απαλά προς τα κάτω, σηκώνεται ένα κύμα στην σπονδυνλική στήλη και φτάνει ως το πίσω μέρος του κεφαλιού, εκείνο που σε ξυπνάει πραγματικά. Τα μάτια της πλάτης σου βλέπουν, τα χέρια των ματιών σου αγγίζουν.
Σκοίνος, ο άρχοντας του αρώματος, μικροί μαύροι καρποί αλεσμένοι γλυκά από χέρια αγαπημένα. Περασμένοι μαζί με ζάχαρη σε ένα ψωμί ιαματικό. Αν δεν έχει φάει σκοινόπιττα με σταφίδα, δεν ξέρεις πως ευωδιάζει περίπατο κάτω απο το δέρμα σου ο σχοινόκαρπος. ( η και σχινόκαρπος αλλά για κάποιο λόγο το συμπαθώ με οι).
Κυδώνι, κούμαρα.
Ναι η άνοιξη μου έχει ζαλίσει το είναι.

Ζεστό ψωμί που άχνιζε στα χέρια μου.
Δαγκωματιά που σκάει πριν της ώρας του ένα μπουμπούκι.
Πικραγγουριά ντάλα καλοκαίρι που την αγγίζεις και εκρήγνυται.
Αίμα στα χαμογελαστά μου χείλη. Στο βάθος των ματιών δεν έχει πηγάδι αλλά καταρράχτες ευτυχίας.
Δροσιά για τους καύσωνες που έρχονται, φυλαγμένη σε σκιώδεις σταλακτίτες.
Καταιγίδες φωτός, προσιτές σε όποιον σηκώσει το βλέμμα.
Απόλαυση της παύσης, προαναγγελθείσης της φωτιάς.
Ελικόπτερα χαροπαλεύουν για τα εφήμερα .
Κι ανήμερα της αγίας Ντροπής, κράτησα το πέλμα σου στο χέρι μου.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

Με πυρετό.


Τα όνειρά παγώνουμε. Ακους, δεν μας ακούς. Δένομαι με ανθρώπους κι έπειτα κόβω τα δεσμά. Μια και μοναδική μορφή εξακολουθεί να διατείνεται άθελά της, πως είναι το άλλο μου μισό. Κι εγώ δεν της μιλάω.


Πυρετοί και νύχτες δύσκολες, έρωτες της μιας βραδιάς με 38,5. Γλυκό σώμα, λείο, αναρριγώ για λίγες ώρες. Με κερδίζει ο πυρετός, μετά. Η άνοιξη δεν έρχεται χωρίς κόστος. Επόμενες μέρες άδειες.


Το βλέπεις κι εσύ: Δεν τα πάω καλά πια με τους ανθρώπους. Προτιμώ την ψευδαίσθηση του "Νά 'σαι μονάχος σου θα πει να είσαι αντρειωμένος". Οπότε για σήμερα εγκαταλείπω την σκέψη σε πιο ουδέτερα εδάφη απαλλαγμένα απο τις νάρκες στειρότητας.

Πριν από κανα χρόνο με αφορμή ένα κείμενο του Χωμενίδη στην lifo, είχα γράψει:


Ένα περίεργο πράγμα πως μπερδεύονται τα καλύτερα και τα χειρότερα πράγματα μέσα στα επιφωνήματα… πόσο μπορεί να μοιάζει το «ρε πούστη μου!» με το «ω Θεε μου». Ανθολόγιο συγχρόνων επιφωνημάτων: να ένα θέμα που πρέπει να γραφτεί.

Επίσης, ποια γλυκειά μελαγχολία κατσικόδρομου και ποιο σύνδρομο στριμώγματος για να μην βρεθείς μόνος έχει δέσει τους κατοίκους της Αθήνας εδώ και χρόνια σε μια αρχιτεκτονική ασφυκτική αλλά …. αγκαλιασμένη. Λείπει άπλα.
Λες και οι κάτοικοι φοβούνται να μείνουν μόνοι … κι έφτασε ο κόμπος εδώ που έφτασε.
Ένα τεράστιο πάρτυ που όλο και μπαίνει κόσμος μέχρι που πια να καταλάβει η πρώτη βάρδια ότι δεν χωράμε και να αρχίσει να φεύγει.
Αλλά, εμείς οι άλλοι που μεγαλώσαμε στην μοναξιά της επαρχίας… ε δεν γίνεται να μην αγαπάμε αυτό το στρίμωγμα στην πλατεία Ομόνοιας.
Είναι εκείνη η ερημιά της επαρχίας που έκανε κάποτε τα σπίτια να είναι κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο στα μικρά χωριουδάκια. Εκείνη η ερημιά που την κουβαλάμε ακόμη μέσα μας. Η ερημιά και η απληστία: «κι αυτό δικό μου! κι αυτό δικό μου». Να καταλάβουμε όσο πιο πολύ χώρο γίνεται. Ο χώρος αυτός έχει αξία μόνο μέσα από την ασφυξιογόνα μάσκα. Τι να την κάνεις την άπλα όταν είσαι στην Σαχάρα. Ενώ εδώ στην Αθήνα, κολλάς το σπίτι σου σε εκείνο του διπλανού σου και κορδώνεσαι: «Είμαι εδώ και σου κόβω την θέα».
Η ψυχολογία μιας αρχιτεκτονικής αγωνίας. Η ίδια που μας οδηγεί να κατεβαίνουμε στο κέντρο ο καθένας μόνος του με το αμάξι του. Να έχουμε τουλάχιστον τον χώρο του αμαξιού δικό μας. Κι ας είμαστε δυσκίνητοι σαν ελέφαντες σε κοτέτσι. Δεν βαριέσαι. Κι όταν βγεις έξω εκείνη η θυμωμένη αγκαλιά του πλήθους: Πόλη.

Όχι μόνο έχεις κόσμος γύρω σου αλλά μπορείς και να τους κατηγορήσεις για το ότι σου κλέβουν το χώρο. Η πανάρχαια λειτουργία της γκρίνιας και του κουτσομπολίστικου βλέμματος της θείας Κατίνας για το ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι να θέλουν άραγε στο σημείο που είσαι κι εσύ… μα δεν βλέπουν ότι στέκεσαι; Γιατί σου κόβουν το δρόμο;
Δεν ξέρω. Αλλά τριγυρνώ ακόμη διψασμένη για Αθήνα κι ας είμαι ήδη δέκα χρόνια εδώ. Περπατώ στους δρόμους κι αναπνέω αυτό το σίχαμα και κοιτάζω τα αμάξια σαν διαστημόπλοια. Τι θαύμα που κινούνται και δεν χρειάζεται να πάμε με τα πόδια!
Τα λέω όλα αυτά χωρίς να έχω αμάξι. Παραμένω παιδί, δεν περιμένω παιδί, δεν έχω αμάξι και δεν θέλω να πάρω. Παραμένω η μικρή πριγκίπισσα για την οποία μιλάει ο Χωμενίδης στο προηγούμενο άρθρο του. Καλύτερα δεν θα μπορούσε να είχε εκφράσει τις σκέψεις μου. Κάθε μέρα με βασανίζουν όσα γράφει σε εκείνο το άρθρο.
Μια οικογένεια, δύο γονείς ένα παιδί. Δεν έζησα τίποτα άλλο από την παιδική ηλικία. Και μάλιστα ως επάγγελμα. Ήμουν η κορύφωση της ζωής τους, είμαι ακόμη γαμώτο. Αλλιώς θα είχα παρατήσει το σερνάμενο επάγγελμα, όπου καθημερινά προτιμώ να υποτιμώ τον εαυτό μου από συνήθεια μα κι από φόβο μην καταντήσω σαν κάτι ξιπασμένα κουστούμια που περιφέρονται και εκπαιδεύουν δια του μίσους την επόμενη γενιά εξουσίας.
Θα ήμουν τώρα στο νησί μου να κάνω μαθήματα γιόγκας σε γερμανούς τουρίστες. Κι η μάνα μου δεν θα στεναχωριόταν που με σπούδασε και τώρα κοιτάζει τις γειτόνισσες να ταχταρίζουν τα εγγόνια τους. Να ‘χουν στο από πάνω σπίτι τις κόρες τους, τις ίδιες που κάποτε αναρωτιόταν γιατί δεν διαβάζουν και γιατί δεν είναι καλές μαθήτριες όπως εγώ. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα.
Κι είμαι μοναχή στην Αθήνα και ψάχνω υποκατάστατα για τον γυναικείο κύκλο συγγενών και γειτόνων – όπου συνήθισα να ζω.
Εγώ η μικρή πριγκίπισσα, έντρομο έντομο που τεντώνει τα φτερά του μπας και αναπνεύσει μιας ντάμας τον ήχο.
Εκείνο το τεύχος για τον Εκηβόλο. Ποια ξεχασμένα μεσημέρια πέρασα στο νέο και τόσο ήσυχο τότε «εν δελφοίς» να ανακαλύπτω ως δεκατετράχρονη τα τεύχη του περιοδικού Εκηβόλος στο πατάρι του μαγαζιού μαζί με έναν ελληνικό και την μαμά να πίνει καφέ προτού πάμε στο ραντεβού για τον οφθαλμίατρο.
Διαβάζω και αναπνέω. Ακούγεται βαρύγδουπο γαμώτο και παλιομοδίτικο αλλά … τόσον καιρό άγραφτη είμαι. Μόνο με διαφημίσεις λειτουργώ. Βλέπω στον ύπνο μου ότι παίζω στο παρα πέντε και στην διαφήμιση της Q.
Επάγγελμα: το παιδί των γονιών μου.
Συμπυκνωμένη απελπισία επερχόμενων αρπιύων.
Τι να σημαίνει; Η επίσκεψη του χρησμού. Σας χαιρετώ.


Και σήμερα συνεχίζω. Φόβος ενηλικίωσης. Έχω την αίσθηση ότι κάποτε τα παιδιά επιθυμούσαν να μεγαλώσουν και να μπουν στον ενήλικο κόσμο. (Ας μου επιβεβαιώσουν ή ας ισχυριστούν το αντίθετο όσοι έχουν κάτι να πουν για αυτό, το αναρωτιέμαι ακόμη). Γιατί δεν απολάμβαναν κάποια δικαιώματα που οι ενηλίκες ναι, κυρίως δεν αντιμετωπίζονταν ως ολοκληρωμένες υπάρξεις. Σήμερα απολαμβάνουν τα πάντα. Η ουσιαστική ενηλικίωση (δεν μιλάω για το κλείσιμο των 18 απλώς, μιλάω για την έναρξη του επαγγελματικού βίου) έχει μόνο υποχρεώσεις. Ναι, κρίνω από τον εαυτό μου και τους φόβους μου. Με σπρώχνω να αναλάβω ευθύνες, κι άλλοτε τις αναλαμβάνω συνοδεία αρκετών γυναικείων τύψεων (είναι κι αυτός άλλος βραχνάς).



Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Στα βάθη της Κυριακής.


Αρχίζει το σκάψιμο: Πες μου πότε η επιτυχία μου έφερε καλο. Ήταν μάλλον ένα δεδομένο που απλώς εκτελούσα σωστά. Ενώ η αποτυχία, συνοδεύεται από πλήθος εντάσεων, που μοιάζουν πιο ζωντανες. Τόσο ζωντανές που έλκουν κόσμο γύρω μου. Πόσους φίλους και φίλες μπόρεσα να κερδίσω στις δύσκολες στιγμές μου αλλά και στις δικές τους.

Δεν ξέρω αν καταντάει αρρώστια. Αν πρώτη φορά το συνειδητοποιώ και άν θα ξεφύγω. Αλλά ξαφνικά θυμάμαι πως η μάνα μου δεν ήξερε να χαρεί με την χαρά μου. Ήξερε να καμαρώσει την ομορφιά, την παρουσία μου, τα βλέμματα των άλλων. Αλλά την ουσία μου δεν την μοιράστηκε. Μόνο ο σιωπηλός και κλειστός πατέρας ξέρει να διαβάσει τα μάτια της ψυχής μου, αφήνοντας στην άκρη όλο του το είναι και χωρις να φορτώνει στις πλάτες μου την δική του ευτυχία.

Η μάνα μου έμαθε να εμπιστεύομαι τα μαχαίρια. Να ξέρω να ξεχωρίζω την πηχτή ατμόσφαιρα του πόνου όπου υπάρχει και να κινούμαι ευέλικτα σε αυτήν. Να δικαιώνομαι μόνο με την οδύνη.

Κι αν τα έγραφα όλα αυτά κάποια άλλη στιγμή ίσως να τα έβλεπα όλα αντίστροφα. Οι ψυχαναλυσεις του κώλου μια συννεφιασμένη Κυριακή, πριν ξαναμπώ στο επάγγελμα. Τώρα που πια έκανα κι εγώ δουλειά μου τον ξένο πόνο.

Οι φυλές της Ασίας, πεινασμένες και γεμάτες άγνοια... άρα όνειρα! Έρχονται τα πρωινά μπροστά μου. Φέγγουν ελπίδες τα μάτια τους, ελπίδες για τηλεοράσεις, γάμους, παιδιά, χρήματα πίσω στην χώρα τους. Βλέπω την αντανάκλαση άγριων βουνών, ασφυκτικών πόλεων, χωριών με γυμνά παιδιά, βλέπω στα μάτια αγροτών το βλέμμα του παππού μου. Τα μάτια των ανθρώπων που ασχολούνται καθε μέρα με το χώμα, την γη, έχουν κάτι κοινό. Η το νομίζω.



Και γυρνώ στην μάνα μου. Ήξερε να μου μεταδώσει την χαρά της. Μα να πάρει την δική μου όχι. Υπό την έννοια αυτή ήμουν πάντα μεγαλύτερή της και εξακολουθεί να είναι ανήλικη. Μα δεν είναι κατηγορία αυτή. Ψάχνω απλά τις ρίζες της χαράς και της λύπης. Μαθαίνονται κι αυτές. Όπως τα πάντα, όπως μαθαίνουμε να ζούμε και να μην πεθαίνουμε.

Πρωτος καφές μοναχικής γάτας




EEEEEEEEE!!



Από το αντικρυνό βουνό, κοιτάζω την σκιά σου
κι αμα ζυγώσω, κρύβεσαι, τα αγκάθια μου, δικά σου


***


Αγάπη μου,


είναι έτσι η γυναίκα μέσα μου που δεν μπορεί να είναι μαζί σου παρά μόνο υποταγμένη, και δεν μπορεί να σε αγαπήσει παρά μόνο ελεύθερη. Έτσι σε άφησα να με αρνηθείς και τώρα πίνω τον πρώτο καφέ μετά από 48 ώρες, μετά απο πυρετό κι από αναχωρήσεις κι από την ανείπωτη γλύκα σου και το παράπονο.


Θα μου πείς ηλίθιες θεωρίες,
θωριές,
ωριές και
ώρες για να εξηγήσω αυτό που εσύ θα έλεγες απλά: Δεν σε θέλω. Το διπλό μήνυμα. Και ποιον θέλω τότε. Κανέναν τελικά. Ξυπνώ μόνη και γεμάτη απο σένα. Έχω άπειρες εκφράσεις της κόρης των ματιών σου, αμυδρές συσπάσεις των μυών του προσώπου, πικρά χαμόγελα, οι άκρες των χειλιών σου, οι γραμμές του χρονου στο δέρμα που συνομίλησε χωρίς να φοβάται το φως, φυλαγμένες στην μνήμη που με κρατάνε ζωντανή. Παράπονό μου, που κατέβηκες στα πιο βαθιά μου υπόγεια για να σε δαγκώσουν οι αράχνες μου. Δωμάτια κλειδωμένα από τότε που γεννήθηκα. Γιατί κατέβηκες στα υπόγεια μάτια μου; Γιατί ψάχνεις πάντα την αλήθεια; Γιατί βιαστήκαμε να αναγνωριστούμε; Τόση αγωνία γιατί. Αχ, αν δεν με έπιανε αυτός ο ενθουσιασμός που με κάνει να τρέχω και μετά να πιάνεται η ανάσα και να πέφτω στα μισά του δρόμου και πάει κι αυτός ο αγώνας, χάθηκε.


Μου έδωσες περισσότερα από όσα είχα ονειρευτεί κι επαληθεύτηκε ο χρησμός.
Δεν σε θέλω η τρόμαξα από το πόσο σε θέλω; Θέλω πίσω το σώμα μου. Είναι δικό σου. Και κανείς ποτέ δεν το είχε τόσο δικό του. Και φυσικά τρόμαξα. Μου έδωσες την ελευθερία, κι εγώ όχι μόνο δεν απόλαυσα το δώρο σου αλλά έφτασα στην άλλη άκρη. Από την πρώτη βραδιά που κοιμηθήκαν μαζί, η Ελίχνη ξέχασε να αντλεί ηδονή απο το δικό της σώμα. Μόνο στα χέρια του ζούσε.


Δύο μερες στο κρεββάτι, σαν άρρωστη. Έπειτα ξεκινάω να διαβάζω.

Se me va de los dedos la caricia sin causa

****
Αν υπάρχει κάποιος που διαβάζει εκεί έξω να ξέρει, πως για αυτήν την αρρώστια, του να σκοτώνω της αγάπη μου για να της πιει το αίμα η αράχνη της γραφής, γιατί δεν έχω μάθει να ζω παρά γράφοντας, και ακόμα δεν παύω να έχω τύψεις για αυτήν την έξη: την πιο βαθιά απιστία. Ήμουν πιστή λοιπόν, για αυτό δεν έγραφα τόσες μέρες. Μάταια μάτια μου. Αν υπάρχει εκεί έξω κάποιος που να διαβάζει, την ευθύνη του κυρτωμένου σώματος μόνο εγώ την έχω. Το λέω να το ακούω. Πως το σώμα που ένωνε την ευθεία της πλάτης με τον ουρανό και τα βότσαλα της παραλίας , τώρα γέρνει σε μια αλλόκοτη στάση εμβρύου μπροστά στον υπολογιστή και αρνιέται την χαρα. Και ξαναβρίσκει νόημα σε κάτι περίεργες λέξεις.
Και το τυπτικό, όπως λέει κι η αγάπη μου, παίζει μια τρελλή παρτίδα σκάκι πάνω στα κλειστά κελιά των ματιών μου.
Οι χοροί που δεν χόρεψα μαζί σου. Μα γέμισα τόσο πολύ από όσα μου έδωσες που δεν μπόρεσα να αντέξω άλλα. Και δεν υπάρχει κανείς τόσο κοντινός μου.
Έρχονται απότομα οι μορφές όλων των ανθρώπων που αγάπησα, πόθησα, ενώθηκα μαζί τους, τις καλώ να μου ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους. Κι εσύ δεν είσαι ανάμεσα στα φαντάσματα. Είσαι ολοζώντανος δίπλα μου. Ορίζεις από την αρχή την επιθυμία.
Ψάχνεις την αλήθεια, και λες πως τα χάδια μου τα πληρώνεις ακριβά. Μα πόσο πια έχεις απελευθερωθεί από την τύψη εκείνη που ορίζει μόνο το πάσχον σώμα να είναι το αληθές (αιτία των πιο σκληρών βασανιστηρίων). Σε ζηλεύω για αυτό. Χάραξες δρόμους για μένα. Που δεν μπορώ να πάρω παρά μόνη μου. Στα πόδια μου να σταθώ πρώτα. Δεν είμαστε ίσοι. Εσύ έχεις χαράξει ρότα, εγώ ακόμα επισκευάζω το κατάρτι μεσοπέλαγα.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Χώμα πάνω στο χώμα.

Όταν κάποια όνειρα γίνονται πραγματικότητα, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ρίξεις χώμα πάνω στον τάφο όσων δεν έγιναν. Όταν διαλέξεις το ένα αποχαιρετάς το άλλο.


Η Μαρία - Ηλέκτρα έφυγε, δεν ξέρω αν θέλω να συνεχίσω χωρίς την παρέα της. Έστω την διαδικτυακή ύπαρξή της.
Έτσι έκανε μια και τα διέγραψε όλα. Τι να πω.
Και ξεμπέρδεψε μια και καλή με τα γλοιώδη νομοσχέδια για την αποκάλυψη της ταυτότητας των ανωνυμων μπλογκερ.
...Ελευθερη απο αυτά;
"Άιντε ρίχνουν χώμα, με λουλουδια ραίνουν,
άιντε και θαρρούν, θαρρούν πως ξεμπερδεύουν. "

Δεν διαγράφω τίποτα. Θα έρχομαι πολύ λιγότερο όμως γιατί κάποια όνειρα εκπληρώθηκαν. Γιατί δεν χρειάζεται να δημιουργώ έρωτες - βαρίδια και μετά να θρηνώ για αυτούς μήπως και ξεφύγω από μια εργασιακή πραγματικότητα που με πνίγει.

Δουλεύω ακριβώς εκεί που ήθελα. Έστω για λίγο.
Εμφανίζονται στην ζωή μου άνθρωποι που δεν πίστευα ότι θα υπάρξουν.
Θα τα δώσω όλα.
Κι αν η δουλειά είναι απιστία στον έρωτα, κι ο έρωτας απιστία στην δουλειά που αγαπάς;


Στα είπα όλα. Φίλα με τώρα.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Όνειρο απο παλιά

Πάει πάνω απο εβδομάδα που είδα αυτό το όνειρο. Ήμουν στο Βερολίνο και σε έψαχνα. Κι έψαχνα και την αποβαθρα για το τραίνο που πήγαινε στο Χένιγκσντορφ. Σε βρήκα σε ένα δωμάτιο μέσα σε πράσινες φτέρες κάτω από μια γέφυρα. Μπήκα μέσα κι ήσουν εσύ μαζί με άλλες δύο γυναίκες. "Πού είσαι; σε έψαχνα σε όλο το Βερολίνο. Έλα να βρούμε το τραίνο για Χένιγκσντορφ". Και τότε η μια γυναίκα απο τις δύο έφυγε, και μείναμε εγώ εσύ και ... η άλλη. Σε έπιασε ένα σιγανό κλάμμα στην αγκαλιά μου, σε χάιδεψα λίγο, κοίταξα την άλλη κοπέλα και κατάλαβα ότι ήταν "η θεραπεύτρια". Στεκόταν απέναντι και μας κοίταζε, περιμένοντας να φύγω, χωρίς καμία βιασύνη. Κατάλαβα ότι είχες πολύ να κλάψεις ακόμη και πως έπρεπε να φύγω για να σε αφήσω να ξεσπάσεις, χωρίς εμένα πια. Ήμουν σίγουρη ότι κάνω το σωστό, φεύγοντας: ότι εσύ έπρεπε να μείνεις εκεί και να κλάψεις για πολύ ακόμα, μαζί με αυτήν την γυναίκα που ήταν η θεραπεύτρια, κι εγώ έπρεπε να βρω το τραίνο για Χενιγκσντορφ και να φτάσω στο Φέλτεν για να είμαι εκεί όταν θα είσαι έτοιμη. Σε άφησα, σίγουρη ότι θα σε ξαναβρω, κι ότι θα ήσουν καλά.
Να ένα όνειρο που επέμενε να γραφτεί, τυπωμένο μια εβδομάδα στο μυαλό και δεν έχει κανένα λόγο να λεχθεί κατά πρόσωπο. Ξέρεις εσύ μακρινή μου.

Έπειτα βούτηξα σε ένα παρόν κι ήρθαν άλλα φριχτά όνειρα, όπου ξυράφια χάραζαν το περίγραμμα του προσώπου μου για την επερχόμενη, λέει, μεταμόσχευση προσώπου.

Ο φαροφύλακας του σκότους έσβησε τα φώτα, μετά την αναπάντεχη κι αδικαιολόγητη πρόσκρουση του πλοίου μου στο φάρο.
Γαντζώθηκε πάνω του κι ανάσαινε βαριά. Να περάσει η καταιγίδα, να ακούσει την επόμενη ανάσα. Ήρθε η ανάσα. Θα ρθει και το επόμενο χαμόγελο. Είχα ξεχάσει πως είναι να αγαπάς και να σέβεσαι, αν το είχα ζήσει και ποτέ. Θα μάθω; θα νικηθώ; Καλή τύχη.

Χαιρετισμοι.

Αλλα η γραφή δεν μπορεί να ειναι δεκανίκι σε μια ζωή κλεμμένη. Της αξίζει κατι καλύτερο.

Γι αυτό ούτε λέξη εδώ μέσα από εκείνες που πρέπει να λεχθούν ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΟ.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Ο νομάς http://nomads-tales.blogspot.com/ με προσκάλεσε σε αυτό το παιχνίδι:

1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο

Τζινετ Γουιντερσον
Το βάρος
Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2005

"Καταλαβαίνω ότι το μέλλον, αν και αόρατο, έχει βάρος. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα βαρυτικό πεδίο ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Και χρειάζονται τεράστιες ποσότητες ενέργειας - συγκρίσιμες με την ταχύτητα του φωτός - για να ξεφύγουμε από αυτό το πεδίο. "

Προστίθεται και ο εξής προαιρετικός κανόνας, πείτε τι σημαίνει "το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα".

Για μένα ήταν κοντινό είναι και το ίδιο το βιβλίο αλλά και το χέρι που μου το χάρισε.

Προσκαλώ στο παιχνίδι την Ζοζεφίν, την piece de resistance , το Πρόβατο, τον Μαύρο Γάτο, και την 5 pink flowers.

Λιακάδα σκληρή

Κατάρρευση μιας πλαστικής τσάντας, πίσω από αυτήν κρύβονται χέρια ασταθή που τρέμουν.
Γιατί δεν ξέρουν πως είναι να αγκαλιάζεις. Γιατί ξαφνιάζονται από την οικειότητα, την αρνιούνται, την επιθυμούν και πάλι την αρνιούνται.
Μαθαίνω από την αρχή το δικό σου και το δικό μου. Χάνω τις απώλειες. Και πως να διαχειριστώ την χαρά που καίει τα χέρια.
Και τι να την κάνω την βαθύτερη επιθυμία, που έθαβα χρόνια και που την βρήκες: ένα τυφλό ακόμη χέλι που έχεις γραπώσει με το χέρι σου και εννοείς να το βγάλεις απο το βουρκο γιατί διαβλέπεις την μεταμόρφωση και ήδη το έχεις μισοκαταφέρει.
Και είναι πως γίνομαι κι εγώ καθρέφτης. Κι άλλοτε θαρρώ πως θα δω το πρόσωπό σου αντί για το δικό μου κι άλλοτε θαρρώ πως το είδα ήδη και μαζί του τις επιθυμίες σου. Κι είναι όλα ένα κουβάρι που κρατάς τρυφερά στα χέρια σου και με κάθε χάδι λύνεται ένας κόμπος.
Κι είναι η ψυχή ή το σώμα; και γιατί χωρίζονται, κι αν δεν χωρίζονται; τα μάτια σου με διαπερνούν, το σώμα σου με γνωρίζει.
Και σιγά σιγά με ανεβάζεις απο τους υπέροχους βυθούς που με είχαν μαγέψει με τα χρώματα και θαρρούσα πως μπορώ να ζω χωρίς οξυγόνο.
Κι αν με βγάλεις απότομα πάνω, ένα είναι βέβαιο: δεν θα αντέξω. Κάθε λίγα μέτρα ανόδου σταματάμε, κοιτάμε την επιφάνεια της θάλασσας. Φοβάμαι να κολυμπήσω χωρίς τα βαρίδια μου. Τα αφήνεις να ξαναπέσουν εκεί που ανήκουν ένα - ένα αργά.
Και δεν θα σου κρύψω τίποτα από όσα ξέρω. Και θέλω κι εγώ για σένα το ίδιο.
Το βλέμμα σου είναι δικό μου. Πιο δικό μου από όλες τις επιθυμίες για όμορφα και ξένα σώματα .
Ένας, εσύ κι εγώ κορίτσι, απ΄την αρχή.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Θέατρο


Ναι θα το ξαναβλεπα! Όπως ξαναφοράς ένα παλιό καλοκαιρινό ρούχο στην αρχή της άνοιξης.

Βάσω Πολυμένη: Ξυλάκι παγωτό, πιτσιρίκια στην παραλία που ετοιμάζονται για σκανταλιά, τραυματισμένο πουλί με συναίσθηση του γελοίου μέχρι την τελευταία του στιγμή.


Το μεσημεριανό φαί αν είναι καλό, το τρως το βράδυ κι είναι πιο νόστιμο. Μοιάζει με εκδίκηση (ναι το κρυο πιάτο). Η τέχνη ως εκδίκηση στο λίγο μας.

Κουιζ: Που παίζεται το παιχνίδι.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Φαροφύλακας του σκότους μου.

Είναι ο ταξιδευτής.
Τα μάτια του μυρίζουν αφρό μανιασμένου κύματος σε βράχο του χειμώνα.
Ο καπνός του θυμίζει τα σήματα των αρχαίων κυνηγών.
Διαχειρίζεται τα όπλα του με σύνεση.

Δεν ήρθε ποτέ να μου φέρει φωτιά, ούτε να πάρει πάγο.
ήρθε και κοινώνησε μονάχα απο το πιάτο μου και ήπιε απ' το νερό μου.
Ό,τι έχουμε. Δικό μας.

Επιστρέφουν σε εμένα όσα εκδικηθηκα. Επιστρέφουν με γλυκύτητα μπύρας.
Οι σημαίες αναρτήθηκαν για την επέλευση του ψύχους.

Ρίγη πριν τον πλησιάσω. Ρίγη. Τα χέρια του εξερευνούν τα κομμάτια μου που άφησα να ξεραθούν και τα ζωντανεύουν. Χαρτογραφεί τις καμπύλες. Νανουρίζει επιθυμίες.

Μου θυμίζει τα υποκοριστικά. Τα χαιδέματα.
Και ναι, με επιθυμεί με όρους θανάτου, όπως ακριβώς θέλω.

Όμως ο φαροφύλακας έχει ταχθεί στο κύμα.
Κι αν παω να καταλάβω το άδειο κάστρο του
θα φύγει
κι ας μου λέει όλο "ξεκίνα".

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

Διτροχο

Στις συμπληγάδες απο λαστιχένιες ρόδες, όλη μέρα.
με ένα μικρό αλογάκι που το λάτρευα.
Στομάχι κόμπος, γκάζι, προσπερνώ.
Ακούω το κύμα του άλλου, ξεκινώ
Φανάρια της καρδιάς σου εκλιπαρώ
στους δρόμους.

***


Θα παραπέμψω πάλι στον νομάδα σήμερα.
Και θα ξεστραβωθώ να διαβάσω Μαλβίνα.

Περίεργη μέρα. Έχω μια διάθεση.......λες κι έκανα διαγαλαξιακή.
Λες και πίναμε μαζί, με εσένα που διαβάζεις, καφέ (ναι καφε Νιμαντγοζε) πριν από λιγο.

Λες κι όλοι είναι εδώ και δεν είναι κανείς.
Νιμαντ, Νομας, Ηλέκτρα, Ζοζεφίν,
Τιποτα, Μαυρε Γατε κι οι άλλοι ΕΣΕΙΣ.
Ξυπνήστε με όταν φτάσω στην ακτή.

Γιατί προς το παρόν... με κλειστά μάτια πετάω...

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Ήταν ανοιχτός.

Μικρή μου Κίρκη
μην με μεταμορφώσεις σε γουρουνι.
Είναι όλος ο ορίζων ανοιχτός μπροστά μας.
Ακόμα κι αν δεν θέλουμε να πάμε πουθενά.
Ακόμα κι αν δεν περάσουμε ουτε το κατώφλι.
Είναι όμως ανοιχτός, δικός μας.

Να τον κοιτάμε απο την χαραμάδα
τα χαράματα.
Να τον μαντεύουμε την νύχτα
στις νυχιές.
Να ελευθερώνεται το βλέμμα
μέρα μεσημέρι.

Όσο πιο μακριά κοιτάμε, τόσο πιο πολύ υπάρχουμε στο εδώ.
Είναι όλος ο ορίζων ανοιχτός.
Άπλετος κι ας μην πάμε και ποτέ,
προς αναζήτησή του.

Τις ταυτότητές σου ανιχνεύοντας το πρωί εν απουσία
Σου
Βρίσκω ονόματα που ταιριάζουν στο αίνιγμα.
Βρίσκω εικόνες που ξεκλειδώνουν την πόρτα.
Κόρη μεταμορφούμενη άλλοτε σε ξένη κι άλλοτε σε αδελφή.

Κι αν δεν μας έπνιξε ο έρωτας
δεν είναι γιατί δεν είναι μεγάλος
μα γιατί ξέρουμε κολύμπι.


***********

Δεν σπάραξα, δεν πόνεσες ίσως μόνο για αυτό θα άξιζε ένα φιλί.
Για την νίκη μας επι της θλίψης.
Τουλάχιστον στις στιγμές που μοιραστήκαμε.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Απολογία σιωπής

Το ξέρεις ότι η σιωπή μου δεν γιατρεύεται. Σκέφτομαι να σε φωνάξω αλλά μετανιώνω. Είμαι ευτυχής όμως: η απόσταση ξανάπλασε τον μύθο σου και μπορώ πάλι να προσεύχομαι για σένα από μακριά. Σε νοιάζομαι όσο απόλυτη είναι η μούγγα.Δεν ελπίζω σε καλύτερες μέρες. Μου αρκούν αυτές.

Θυμάμαι τότε πριν σε εξαθλιώσει η μοναξιά, είχες ακόμη την έξη της τρυφερότητας κατά τι παραπάνω. Είχες ένα κορμί να αγκαλιάζεις δικό σου κι ήτανε πιο εύκολα όλα. Μετά έγινες αγρίμι. Και ωρίμασες, έλεγες. Και έχασες την ικανότητα της τρυφεροτητας.

Στερέψαν οι πηγές σου, διώχθηκαν οι άνθρωποι που σε αγάπησαν.Γιατί τι νόμισες; ότι τότε με αγκάλιαζες με τα δικά σου χάδια; ήταν η μνήμη των αγγιγμάτων που είχες λάβει εγγεγραμένη εντός σου και έτσι αγκάλιαζες. Την γλώσσα της τρυφερότητας την μιλάμε όπως μας την μάθουν.

Ή εγώ πως νομίζεις ότι σε αγάπησα; Όπως και όσο με είχαν αγαπήσει.

Εύχομαι να σε ημερέψουν τα χρώματα των ημερών (οι δευτέρες είναι γκρι τελικά;). Εύχομαι να ξαναθυμηθείς την αφοσίωση απο την καλή κι απο την ανάποδη. (εγώ πάντως δεν μπορώ να στην μάθω).

Και ναι θα 'θελα να σε ξαναβρώ: μόνο εδώ μέσα. Για αυτό και δεν θα σε ψάξω.

Σε είδα χτες, μεγαλύτερη σιωπή από τον τυπικο χαιρετισμό δεν υπάρχει. Δεν γίνεται αλλιώς.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Καταγης καταιγίδα

Έξω φυσάγαν οι σταγόνες απότομα πανω στα αυτοκίνητα, σφυρίζαν τα οχήματα από έναν αέρα που δεν λυπόταν ευαισθησίες. Ας είναι είπε από μέσα της. Ας ξεπλυθούν τα χώματα από το άγαλμα που ήταν θαμμένο στο χωράφι. Πίσω από το χωράφι ήταν ένα σπίτι και μέσα η γιαγιά, που τις μέρες με λιακάδα έβγαινε στην αυλίτσα, σκούπιζε και καθόταν με την μαυροφορεμένη πλάτη στον ήλιο, ώσπου η ψύχρα να την σπρώξει αργά προς τα μέσα.
Τις μέρες του καλοκαιριού με τις μεγάλες ζέστες καθόταν κάτω από την κληματαριά και το φθινόπωρο έκοβε με τα ροζιασμένα χέρια της κανένα ρόδι από την ροδιά του περιβολιού.
Την μέρα που βρέθηκε το άγαλμα, η κυρά Ρήνη ήταν κλεισμένη μέσα, γιατι είχε πολύ ψύχρα και κοίταζε τα κάρβουνα που τρεμοπαίζαν στο μαγκάλι.
Η Ρέα ήταν το άγαλμα, θαμμένη χρόνια στο χωράφι. Από την σφαγή του μικρου οικισμού, πέντε αιώνες πριν, και σήμερα η οργή ενός εργάτη που έσκαβε τον θυμό του για τις μαύρες απώλειες του πόθου του, χτύπησε πάνω της. Μόλις εκείνος αντίκρυσε την μαρμάρινη επιφάνεια του βραχίονα, σταμάτησε να σκαβει με μανία, κι άρχισε προσεκτικά να την φέρνει στο φως.

Νομίζεις πως δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο; Νομίζεις πως δεν μπορώ να αγαπήσω άλλα σώματα; Πως δεν απολαμβάνω και δεν μοιράζομαι τρυφερότητα, έρωτα και χάδια;
Αν ακόμη υπάρχεις ως ψύγμα στην ψυχή μου είναι χάρη σε αυτά τα χάδια. Κι αν εγώ έχω σβηστεί από σένα, είναι γιατί ξεράθηκες και διάλεξες το ανέφικτο για να φορτώσεις εκεί όσα δεν παλεύεις.
Δώσε μάχη.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Διάλειμμα για διαφημίσεις!!!!!!

Κι εμείς που δεν ακούμε ντιβιντιά
ούτε χαζεύουμε έρποντας με ξένα νταχτιρντιά
πες μου αν θα ακουστούμε.

Δεν θα ανοίξω την τηλεόραση στιγμή
Έχω εσένα να διαβάζεις και μου αρκεί
κι ας μην βρεθούμε.

Ξέρω πως γύρω μας χορεύουν οι κακοί
Δείχνουν τα δόντια και γρυλίζουνε οι καιροί
Έλα να χαιδευτούμε.

Δεν είναι μόνο ο βλαμμένος εγωισμός
Ούτε όπως λέν ανίατος τρελλός ναρκισσισμός
Είναι που Ζούμε.

Δεν είναι πως δεν νοιάζεσαι τι κάνει ο διπλανός
Δεν είναι ότι στον έρωτα δεν άνοιξες το φως.
Το ξέρεις μας μισούνε.

Που δεν προδώσαμε το βλέμμα στα λεφτά
Που δεν ζηλεύουμε όταν τρώνε στα κλεφτά
Που αγαπούμε.

Για αυτό σου λέω δεν θα ανοίξω το κουτί
Ούτε για ειδήσεις κι ας με πουν κομπλεξική
Αυτοί που εκφωνούνε .

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Νομοτέλεια

****
Αυτό που δεν είχε προβλέψει, αν και τελικά ήταν πολύ απλό να προβλεφθεί, ήταν ότι θα ερωτευόταν. Και όταν άρχισε να το υποψιάζεται από το πόσο υπέροχα ένιωθε, δεν πίστευε ότι θα την ερωτευόταν κι αυτή. Έγιναν όμως όλα αυτά. Προβλέψιμα και πάλι, αφού εκείνη ήταν σε μια σταθερή σχέση με άλλη γυναίκα, δεν άντεξαν τον έρωτα.
- «Νομοτέλεια» έλεγε καπνίζοντας η Αναστασία από την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Η Χλόη έκανε έξι μήνες να το καταλάβει. Έξι μήνες, πολλά τσιγάρα και 18 σελίδες:

Εγώ δεν άντεξα την παρανομία της δεύτερης, κρυφής, ανεπίσημης κι εκείνη τον νόμο της επιθυμίας μου, που την ήθελε διαρκώς, ολοκληρωτικά και παρούσα. Όχι πιστή, αλλά παρούσα. Το πρώτο πρωί που ξύπνησα μετά από την αγκαλιά της αναρωτιόμουν την ευτυχία που ζω με τι νόμισμα θα την πληρώσω. Δεν χαρίζονται τζάμπα τέτοιες ευτυχίες.
Ε, τώρα αποπληρώνω τις τελευταίες δόσεις του δανείου: κατά πως φαίνεται θα γλιτώσω την περιουσία που υποθήκευσα. Πονάω λίγο πια. Εκεί στα τελειώματα άρχισα να της απευθύνομαι γραπτώς. Δεν είχα πια άλλο τρόπο, δεν γινόταν να μιλήσουμε: την ήθελα τόσο πολύ που έμενα άφωνη. Μου είχε λείψει τόσο που έφτασε η στιγμή να την έχω, να μπορώ να την αγγίξω ερωτικά και να μην το κάνουμε γιατί δεν αναπληρώνονταν με τίποτα οι στιγμές της απουσίας της.
Μόνο η γραφή άλλαξε κάτι, βούτηξα στα ιαματικά νερά της οθόνης και του πληκτρολογίου
[1]. Σήμερα, μετά από μακρύ κολύμπι βγαίνω από την θάλασσά τους που θάλλει. Στάζουν μικρές σταγόνες πάνω μου, είμαι γυμνή κι η μέρα συννεφιασμένη αλλά διαυγής. Μπορώ πλέον να θυμηθώ το χρόνο: είναι Απρίλιος. Προσγειώνομαι πάνω σε γραμματάκια του περασμένου μήνα, όπως τον περασμένο μήνα προσγειωνόμουν πάνω σε αναμνήσεις και τον ακόμη προηγούμενο στα αγκάθια της. Πιο πριν στην αγκαλιά της. Της είχα δώσει διάφορα γράμματα και e – mail, για τα μηνύματα δεν μιλάω. Ήταν βραδιές που τα κινητά δεν σταμάταγαν. Όταν όμως ήρθε μελαγχολική για τελευταία φορά σπίτι μου, εξερευνώντας την αύρα που κάποτε της άνηκε και τώρα πια δεν άντεχε να διεκδικήσει και αφού πέρασε και λίγος καιρός όπου έβγαζα καπνούς από τα αυτιά από την σιωπή, αποτάθηκα στην γραφή που δεν απευθύνεται. Όσα της απευθύνω είναι προσβάσιμα σε όλους εκτός από εκείνην. Αρνήθηκε, σήκωσε έναν τοίχο και δεν μπορώ να της μιλάω πια, αλλά θα ουρλιάξω μπροστά στον τοίχο γιατί δεν ξέρω αν είναι πίσω από τον αυτόν για να με αποφύγει ή αν έχει χτιστεί μέσα σε αυτόν και ασφυκτιά. Ή αν βρίσκεται ψηλά πάνω στον τοίχο και κοιτάζει με ίλιγγο τα ανθρωπάκια κάτω και δεν ξέρει πώς να κατέβει χωρίς να γκρεμοτσακιστεί. Έχω λόγια και θα ειπωθούν, την αγαπώ και την βρίζω και ξεκίναγε έτσι η πρώτη φορά που το πήρα απόφαση ότι δεν θα της το στείλω ποτέ:
[1] «Και το νερό το γάργαρο θα ρέει απ’ τις οθόνες». Ήρθε ο καιρός που απόκτησε κι αυτός ο στίχος νόημα.
*****
Κοντεύουν δυο χρόνια από τότε που γράφτηκε αυτό το κείμενο. Μου λένε πως θα ξαναζεσταθώ. Κι εγώ έχω μόνο να ρωτήσω ένα πράγμα κι ούτε καν η ερώτηση δεν είναι δική μου, είναι ξένη, κι ούτε είναι πρώτη φορά που την αναφέρω εδώ αλλά με ροκανίζει...... Είναι οι άνθρωποι λοιπόν αντικαταστάσιμοι όταν τελειώσει το πάθος;
Βαράω το χέρι στο τραπέζι και ψάχνω απάντηση, σφίγγω τις παλάμες και ψάχνω. Αντικαθιστώ τα σακατεμένα μέλη και κουτσαίνω, βγαίνω στην επαιτεία: ελεήστε.