Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Το ιδιο κάνει.

Έχει πια καεί το καλό. Έχει στραγγίξει κάπως.
Δεν ξέρω τι θα μείνει απο όλα αυτές τις σκέψεις που ανεπεξέργαστες πάνε στον κάλαθο. Πόσες κάθε μέρα. Κι από τα συναισθήματα που θάβω σε ομαδικούς τάφους.
Από την μία το ανεπεξέργαστο έχει και τα καλά του: πεθαμένο μωράκι στον παράδεισο, ή αλλιώς μακάριοι οι μη γνωρίζοντες κι είδατε την κατάντια της Κασσάνδρας. Η επεξεργασία συναισθημάτων συχνά μοιάζει με μελλοντολογία.

Από την άλλη το μόνο που εμφανώς μου μένει είναι φτηνές σοφιστείες. Ίσως για αυτό να είναι η πρώτη φορά εδώ μέσα που περί ερώτων ουδέν αλλά έχω κέφι να πω για το γιαούρτωμα του Αντώναρου που έτυχε να δω προχτές στα εξάρχεια . Ακόμα όμως και για αυτό, θα αποφύγω την κύρια είδηση. Θα επιμείνω στην εργαζόμενη στην γειτονιά η οποία όταν την ρωτήσαμε ποιος ήταν απάντησε με σιγουριά: Ο Αντώναρος από το Πασοκ. Βρε από την ΝΔ είναι, όχι από το Πασοκ να επιμένει, μέχρι που τους απαξίωσε: "Εγώ δεν ασχολούμαι και δεν τους ξέρω, το ίδιο κάνει".

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

οικείος παραλογισμός

Aς παλέψουμε και σήμερα

Να δημιουργήσουμε έναν οικείο παραλογισμό.

Να βρούμε απάγγιο.




Χρωστάει της Μιχαλούς η λογική, δεν μιλάμε για απλή χρεωκοπία.

Οπότε πρέπει να ταχταρίσουμε το οικείο ίσαμε που να γεννήσει.

Τον παραλογισμό που θα μας κρατήσει μετέωρους με τα μικρουλικα φτερά, διάφανα, σαν κουνουπιού.


Τον παραλογισμό που δεν θα μας επιτρέψει να λιώσουμε απο το βάρος και την ταχύτητα πάνω στα βράχια.


Το αγαπημένο παράλογο κι έλα εσύ να μου πεις πόση λογική έχει η αγάπη.


Οπότε επιτρέπεται να πιπιλάμε τις στιγμές που μας γλύκαναν μέχρι να λιώσουν. Κι η έλλειψή της τόσες μέρες και το βάσανο, κι η αδιαφορία κι η λύτρωση. Ευλογημένα.


Αν δεν κάνουμε αυτό που αγαπάμε, είναι αδύνατη η ζωή. Το κατάλαβα όταν κινδύνεψα και όμως δεν ήταν ο σωματικός πόνος που με τρόμαζε, αλλά ότι ήμουν υποχρεωμένη να περάσω άλλες δυο μέρες σφιχταγκαλιασμένη με κάποιον που ήδη απεχθανόμουν.
Εκεί πια το παράλογο μασκαρευόταν κι όλα χορεύαν γύρω μου πριν με ρίξουν στην πυρά. Όμως έφταιγε πως δεν μου ήταν οικείο τίποτα. Έτρωγα τις σάρκες μου να αντέξω στην πείνα του εαυτού μου. Δίψαγα για να θυμηθώ πως σκέφτομαι και πως μιλάω.
Για αυτό σου λέω δεν μουρμουράω ευτυχισμένη τραγουδάκια έτσι τυχαία. Είναι δώρο. Κι ας μην σου άρεσε ενίοτε. Ηρεμείς την θάλασσα κι αυτή σου τραγουδάει, σχεδόν χωρίς να την καταλάβω αρχίζει, με ένα χαμόγελο που τρύπωσε και χουχούλιασε στο πλάι σου. Θαλασσονίκη.
φωτογραφία: Παναγιώτης Χαχής

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

λες;

Ρε λες;
Λες να φταίει μόνο η κούραση;
Λες να φταιει οτι βλέπω κάθε μέρα 10-20-40 ανθρώπους να κλαίνε, να πεινάνε, να οργίζονται, να θυμώνουν, να είναι άρρωστοι κι άστεγοι;
κι αναλαμβάνω την ευθυνη να τους βοηθησω ή να τους εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Και μετά μου φταίνε οι έρωτες...
Γιατί σήμερα που δεν δουλεύω, ούτε άκυρα ούτε έρωτες. Η μέρα είναι χαμογελαστή, κανείς δεν μου λείπει... Ήαπλά δεν το παραδέχομαι; ή θα μου έλειπε αν μου μίλαγε;

Πρέπει να πάω να κοιταχτώ, ε;

Η απλά να χορτάσω ύπνο για ένα ακόμη βράδυ;

Κι αυτή η βρωμοανάρτηση έπρεπε να σβηστεί και να την ξαναγράφω;

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

κοχυλι

κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια
κάτω απ΄των άστρων την ανταύγεια



Ξυπνάω χαράματα πριν το σεισμό. Τον περιμένω κι έρχεται. Όταν γνωρίζω ανθρώπους που έχουν ρίζες στην κραυγή, η έκτη αίσθηση ξυπνάει. Έρχεται και με ξυπνάει πάντα χαράματα να δω την αρχή της ημέρας και να οσμιστώ τον καιρό. Μου στέλνει φάσματα και φαντάσματα, προαισθήσεις, ανησυχίες και βεβαιότητες. Έτσι λοιπόν στις 5.15 το πρωί είχα ξυπνήσει με το στομάχι να πονάει από το τσίπουρο που ήπιαμε και κάτι περίμενα.
Όπως παλιά, τότε που ήμουν ερωτεύμενη με την Αναστασία. Επί δύο μήνες ξύπναγα χαράματα και την έψαχνα. Το πιο βασανιστικό ήταν όμως το νυχτερινό. 2 με 4. Να την ψάχνω στο κρεβάτι. Εκείνη που δεν είχα ποτέ στην ουσία. Αλλά τα συναισθήματα δεν έχουν πια σημασία. Πιο πολύ πλάκα έχει να πω πως έτρεχα πίσω της αλλά αυτά είναι από άλλο βιβλίο.
Έχουν περάσει 3 χρόνια από τότε.

Και έχω από τότε να το πάθω αυτό του να ξυπνάω χαράματα και να ψάχνω.

Και τι θα πει ερωτεύτηκα. όποιος πιο πολύ μας βασάνισε, ή όποιος πιο πολύ έκανε τη ψυχή να χαίρεται όταν το σώμα έτρεμε, ή όποια χάρισε ένα χαμόγελο και την σιγουριά πως ό,τι και να γίνει, δεν θα πάψει να με αγαπάει, ή όποιος μου χάρισε την αίσθηση πως ό,τι και να γίνει ποτέ δεν θα πάψει να με ποθεί. Ή όποια με έκανε να νιώσω ότι δεν θα με βασανίσει με ανεκπληρωτες επιθυμίες γιατί ένιωσα πλήρης σε μια βραδιά – κι οι άλλες βραδιές να ψάξουν μόνες τους νόημα στην ζωή χωρίς να κρέμονται από αυτήν την μία.

Δεν ξέρω.
Εγώ νομίζω πως ερωτεύομαι τον άνθρωπο που με κάνει να θέλω να του μιλάω διαρκώς. Σε έχω ερωτευτεί λοιπόν; Είναι απλά αρρώστια; Γιατί λες πως θα με είχε πιάσει μεγαλύτερη κατάθλιψη εάν είχαμε κοιμηθεί μαζί;

Ξέρω πως δεν θα μπορούσα να έχω σχέση μαζί σου. Και ξέρω πως αν κοιμηθώ ένα βράδυ μαζί σου μετά θα νομίσω ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Ενώ δεν γίνεται. Γιατί εγώ ξυπνάω το πρωί και χορεύω, εσύ ξυπνάς και καπνίζεις …υποθέτω. Τελοσπάντων δεν χορεύεις.

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το ότι σου μιλάω συχνά όταν είμαι μόνη μου, ότι μου λείπει η κουβέντα μαζί σου. Ξέρεις, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα γυρνάει σε πλατωνικά. Κι ας μένω σιωπηλή όταν σε βλέπω.

Ήσουν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που ήθελα να μιλήσω την ώρα του σεισμού. Τον ένιωσα πολύ δυνατά, στην αρχή η λογική ανέβασε στροφές να νικήσει τον πανικό και να με κρατήσει ακίνητη, να μπορέσω να σκεφτώ ότι καμία κίνηση δεν είχε νόημα. Και μετά πρόλαβα να σκεφτώ ότι ακόμα κι αν είχε νόημα κάποια κίνηση, θα προτιμούσα το τελευταίο κλάσμα του δευτερολέπτου μου πριν πεθάνω να το διαθέσω σε μια σκέψη, ας σκεφτώ κάτι όμορφο, παρά σε μια απεγνωσμένη κίνηση και παρακάλια στην ελπίδα.
Έτσι έμεινα ακίνητη. Μόλις πέρασε το πρώτο κούνημα ανέβηκε από τα πόδια μου ως την πλάτη το ρίγος του φόβου. Τότε και να ήθελα δεν θα μπορούσα να κουνηθώ. Ήρθε κι ο δεύτερος σεισμός και τότε αποφάσισα ότι δεν άντεχα και σου ‘στειλα μήνυμα.
Μικρές λακωνικότατες δύο απαντήσεις σου. Δεν ξέρω αν σε ξύπνησα ή όχι, πάντως εγώ χάρηκα τόσο, σαν να πήρα οξυγόνο. Τέσσερις λέξεις όλες κι όλες έστειλες κι εγώ να χαίρομαι μαζί τους ως την άλλη μέρα. Και ταυτόχρονα γελάω με την χαρά μου και την κοροϊδεύω. «Χαζή χαίρεσαι με τέσσερις λέξεις».
Ναι έβλεπα στον ύπνο μου ότι ταξίδευα για να σε βρω. Με τραίνα και πλοία κι αμάξια. Ταξίδευα και ρώταγα για σένα και τότε μια φίλη ή η μητέρα σου με πήγε σε κάτι νεροτσουλήθρες όπου κρυβόταν ένα περίεργο ίσως μαγικό μηχάνημα και μέσα σε αυτό ήταν το μυστικό σου. Με άφησε μόνη μαζί του κι έπρεπε να σκεφτώ ή να εφεύρω έναν νόμο της φυσικής προκειμένου να λύσω το μυστικό, και αν τα κατάφερνα θα σε έβρισκα. Το έλυσα. Δεν θυμάμαι τώρα πως. Θυμάμαι πως κατάφερα να καθοδηγήσω ένα μικρό μεταλλικό μπιλάκι, σαν ρουλεμάν, και να το κάνω να φανεί μέσα από ένα ξύλινο κουτί. Ίσως να είχε να κάνει με κάποιον τρόπο μετάλλαξης της ύλης ο οποίος βασιζόταν στις δυνάμεις του μυαλού και των επιθυμιών μας. Όπως και να’ χει εγώ το βρήκα το μυστικό σου στον ύπνο μου. Αλλά μετά ξύπνησα κι είχε σεισμό.

Δυο βράδια κοιμάμαι στον καναπέ. Είναι πιο κοντινός σου, κοιμάμαι με τα ρούχα. Μέσα το κρεβάτι έχει ακόμα αρώματα και δεν θέλω. Οπότε στριμώχνομαι στον διθέσιο καναπέ, τα πόδια πάνω σε τραπεζάκι.
Ρε γαμώτο αν μου πεις τι είναι αυτό που με γοητεύει. Δεν το ξέρω, δεν το βρίσκω, δεν ήρθα προκατειλημμένη για να γοητευθώ από σένα, άνοιξα τα μάτια και σε παρατηρούσα. Και αυτό που έβλεπα ήταν παράδοξο και αιχμηρό. Και μου άρεσε.

Λες να είναι ότι με κάνεις να δω πράγματα για μένα. Ή ότι εγώ δεν προλαβαίνω να διαβάσω και παίρνω από σένα αυτήν την αίσθηση που μου λείπει. Λες άμα είχα χρόνο να διαβάσω όσα έχεις διαβάσει (με άλλα λόγια λέω ότι με γοητεύει η γνώση πάνω σου) να μην γοήτευες εσύ. Μπα το ξανασκέφτομαι και όχι. Γιατί δεν είναι γνώση αυτή η υπέροχη αμεσότητα με την οποία απευθύνεσαι στους ανθρώπους. Δεν είναι γνώση βιβλίων, είναι αγάπη για ανθρώπους. Το πώς μιλάς στα γκαρσόνια, ίσως σε κάποιους περαστικούς. Ε ναι είναι πολύ όμορφο. Ποιοι φιλόσοφοι και ποιοι σκηνοθέτες. Απλά ευγένεια.

Αναρωτιέμαι πως την βγάζεις δίχως αγκαλιές, δεν ξέρω μπορεί και να έχεις. Άσε το σεξ στην άκρη, αυτό λύνεται. Αλλά η αγκαλιά, πως αντέχεις χωρίς. Ίσως είναι πως έχεις βρει τρόπους να αγκαλιάζεις του ανθρώπους με το βλέμμα, το χαμόγελο, τα λόγια και την χροιά της φωνής, οπότε η σωματική ανάγκη καλύπτεται έτσι. Αν κρίνω από το πόσο γεμίζω όταν μιλάμε ίσως να ‘χεις αυτό το χάρισμα.

Δεν παιδεύτηκα άλλο να ζητάω να δοκιμάσω το σώμα σου. Το ‘κανα μια φορά να θέλω μόνο μία γυναίκα και το πλήρωσα. Λες κι είμαι φτιαγμένη για να ποθώ και για να ενώνομαι με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Αν πάω να φορτώσω σε έναν τους πόθους μου …. Θα λυγίσει. Θα με φοβηθεί και θα φύγει. Δεν αντέχει το βάρος μου. Φτηνές εξηγήσεις, μπορεί εμένα να μην μου φτάνει ο ένας, ή να φοβάμαι να επενδύσω μόνο σε έναν γιατί άμα τον χάσω, ή ακόμα χειρότερα άμα τον βαρεθώ γιατί αυτές είναι ακόμα μεγαλύτερες απώλειες,….τότε πάει ο κόσμος μου χάνεται, και τραβιέται το χαλί κάτω απ΄ τα πόδια και πέφτω στον γκρεμό. Για πόσο πάλι. Οπότε ένα φιλί απόψε εδώ, κι ένα αύριο εκεί. Δεν είναι πως δεν αγαπώ, πως δεν θα είμαι ειλικρινής, Είναι πως ξέρω το τέλος κι έτσι κάνω μικρή αρχή.

Ας σου κλέψω πάλι λόγια: Όποιος βρίσκει εύκολα τον κόσμο, εύκολα τον χάνει.

Ας μην πανικηβάλλομαι.

Ξέχασα να πω: έχεις γιατρέψει πολλά. Ψάχνω κάτι ουλές και δεν τις βρίσκω.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008


Μυρίστηκα την άρνηση και έσπευσα να ερωτευτώ.
Λες πως είμαι έτοιμη να αφιερωθώ στους πόρους ενός δέρματος και προσεκτικά πας να το αποφύγεις, ή έτσι νομίζω. Γιατί εσύ τελείωσες με τα αναθήματα δήθεν. Και δεν μπορείς να αφιερωθείς. Ψέμα. Χρόνο όμως αφιέρωνες. Και πολύ χρόνο για το λίγο που με ξέρεις και σε ξέρω. Τράβα τώρα μια εξαφάνιση να μάθω. (Ήδη βέβαια…)
Λέω πως χάνεις την αίσθηση του να γοητεύεις με το σώμα σου και σου κρύβω πως το προηγούμενο βράδυ με γοήτευσες με το σώμα σου. Όχι με την εικόνα, ναι αυτό το αποφεύγεις τόσο που σχεδόν το καταφέρνεις. Για αυτό και το θύμα είναι ανυποψίαστο.
Με την αίσθηση. Η ζεστασιά της αγκαλιάς. Εκείνη η ξαφνική πριν με αποχαιρετήσεις, είχε τόση δύναμη το σώμα σου, κύμα που με τυλίγει. Κι έμεινα ακίνητη για να σταθώ όρθια και να μην με ξεβράσει στην άμμο ο αφρός. Και νόμισα πως αυτό ήτανε και δεν τρέχει τίποτα. Κι όμως πέρασε καιρός κι ακόμα ψάχνω. Και να’ τανε της πείνας, όχι.
Με διαπέρασε πιο πολύ από όσο νόμιζα, διαχύθηκε μέσα μου σαν ηλεκτρισμός. Έπειτα έφυγα. Και η αίσθηση της αγκαλιάς σου ξανάρθε εκεί που δεν την περίμενα. Στον οργασμό. Όχι στον ερεθισμό. Αλλά στο τέλος, έρχεται (έρχεται μόνη της δεν μπορώ να την καλέσω όταν εγώ θέλω, ούτε μπορώ να την διαχειριστώ ως μνήμη, ούτε να την χρησιμοποιήσω ως αφορμή ηδονής) η αίσθηση της αγκαλιάς σου, σβήνει τις πορνοεικόνες και μου γαμάει τα σπλάχνα με ένα τράνταγμα που θα θυμάμαι. Αδιαθέτησα 5 μέρες νωρίτερα. Έπειτα σε συνάντησα και πήγαμε για καφέ όπου σου είπα πως δεν θέλεις να γοητεύεις με το σώμα σου. Ψέμα. Φυσικά.

Κι ήρθε η άλλη μέρα. Χάθηκες, έφυγα, βρέθηκα σε άλλες αγκαλιές δυο βήματα από το βρεθώ στο κρεβάτι. Και αυτό που με κράτησε είναι πως στο σπίτι μου βρίσκεται η αίσθησή σου.

Μου λές πως θέλω να αφιερωθώ και πως για αυτό εσύ δεν
.

Αυτά έγραψε και ένα δύο τρία μπλουμ, τα ξένα χάδια πήραν την υπηκοότητα σου. Τίποτα πια δεν με κράτησε.

…τελικά Πέρασα καλά.
Κραιπάλες και φιλιά στα Σώματα. Ακόμα τα μαλλιά μου μυρίζουν. Ακόμα τα γόνατα τρέμουν κι ακόμη η γλώσσα μου ψευδίζει, οι μύες των χεριών μου πιάστηκαν. Οι εικόνες πηγαινοέρχονται στις φλέβες, κυλάνε στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού ως το ρίγος της κοιλιάς και το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού.
Αχ οι μυρωδιές. Αγκαλιές: φαγητό που βγήκε απ’ το φούρνο. Επιθυμίες.
Παραδέχομαι πως σε έψαξα, πως η εικόνα σου ήρθε και μου ζήταγε τα ρέστα πως δήθεν την απατάω. Αλλά την έστειλα αδιάβαστη. Μου ‘πες να μην βασανίζομαι. Ορίστε: οι ηδονές του αηδονιού στο πιάτο. Διαθέσιμη σε όσους με επιθυμούν. Oι αφιερώσεις στα ραδιόφωνα.

Ας πιω τώρα μια γουλιά κρασί.
Υγεία.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008


Στάζει από τα μάτια σου γλυκό νερό. Κι είχα ξεχάσει να βλέπω. Πως είναι να κοιτάς το σπίτι σου που κάθε μέρα βλέπεις και να ρθει ο ξένος για να καθρεφτιστεί στα μάτια του η ομορφιά του σπιτιού σου.
Έτσι ήρθες στο νησί να μου θυμίσεις πως έβλεπαν τα μάτια μου στα δεκατέσσερα. Τότε ο κόσμος μου ήταν όπως ακριβώς τον Είδες.
Κοιτάς το σώμα σου στον καθρέφτη αλλά μόνο στο βλέμμα του Άλλου πείθεσαι για την ομορφιά του.
Δρόμος ήταν και έφυγε.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Όνειρα γλυκά να έρθουν. Εδώ αγρύπνια.

Αρχίζει από μια λαβή παλαιολιθικού εργαλείου η καρδιά και καταλήγει στο κοτσάνι της τριανταφυλλιάς του κήπου σου.
Πότε η εξάρτηση είναι φυσιολογική και πότε όχι. Γιατί είμαστε επιρρεπείς στην θλιψη. Η σκέψη παγώνει και το στέρνο συστέλλεται προσπαθώντας να μην αναμοχλέψει την πληγή.
Οι ίδιες λέξεις πάντοτε ενώ θα αρκούσε να περιγράψω πως το λιοντάρι κατασπαράζει την λεία του. Για να ζήσει, να τραφεί. Σου λέω πως έχει αγρύπνια εδώ. Μα είναι δική μου καταδική μου η αγρύπνια. Ετοιμη κιόλας να φορτώσω τα άπλυτα πέντε χρόνων στο καινούργιο πλυντήριο. Εμ δεν χωράει.
Πότε είναι ο έρωτας αρρώστια; Και γιατί όχι; Κι αν ξεκινήσω τις θεραπείες...... θα μπορέσω ποτέ να ξαναερωτευτώ. Σάμπως τώρα μπορώ; Και τί νόημα έχει να αντέξω να ζήσω λίγο πιο ισορροπημένα, λίγο πιο ευτυχισμένα. Λες και φτιαχτήκαν μόνο για να γελάν τα χείλη.
"Έχε γεια κι εγώ πηγαίνω με τα χείλη μου καημένο".
Στο παραλήρημα του φθόνου βγήκαν δάκρυα ευτυχώς. Μπόρεσαν να ξεπλύνουν με το αλάτι τους την απροκάλυπτη γύμνια.
Ξέρω πως δεν χρωστάς πουθενά και περισσότερο σε μένα και γιατί να βρεις ρούχα να με ντύσεις. Άντε και πως να πείσω το παιδί που κλαίει μέσα μου πως δεν έχει φέτος καινούργια ρούχα.
Με συχνότητα 4 ημερών τσακίζω. Και πάλι από την αρχή.

Και αυτό πια με το να μην πετάω τίποτα. Αφού στο τέλος δεν αντέχεται το βάρος.

Η οικειότητα θα μπει στην άκρη και θα την κοιτάω πεινασμένη.

Πάλι στο χώμα και πάλι απ' την αρχή. Δεν κοστίζει τίποτα. Λίγες γραμμές.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Στην πρώτη συνάντηση το σώμα ποτίστηκε μόνο απ' τα λόγια. Χωρίς σχεδόν φύσημα άρχισαν οι καρποί του να πέφτουν στο χώμα. Ώριμοι, μαλακοί αφήνουν μια λακουβίτσα στο έδαφος... αν τους πιάσεις στο χέρι σου.

Και μες στην νύχτα ξαναγέμισε το δέντρο πορτοκάλια. Ξύπνησα απ΄το βάρος των κλαδιών μου, κι ως τον πρώτο μοναχικό οργασμό αδυνατούσα ως και να κινηθώ. Δεν είχα πόδια, ειχα ρίζες.

Ύστερα έτρεξα, νόμιζα να ξεφύγω μα ήμουν πάντα πίσω σου. Δεν σε πρόλαβα. Έστειλα τους χαρταετούς μου κι έκοψα τα σκοινιά. Εκεί μπλέχτηκες: στους σπάγγους που είχαν μυρίσει ουρανό.

Και τότε ξάπλωσα πάνω στους καρπούς στο χώμα. Κι ήταν η πρώτη φορά που ο οργασμός είχε πρόσωπο. Χωρίς να σε έχω αγγίξει. Με μόνα στοιχεία της εξίσωσης κάτι βιαστικές αγκαλιές αποχαιρετισμού, καλωσορίσματος και φιλιά στο μάγουλο.

Λοιπόν που είσαι; Πρέπει να συγκρατηθώ και να κάνω πως δεν θέλω να πάρω το πρώτο τραίνο για το Βορρά. Δεν πιάνω το τηλέφωνο γιατι δεν θα το κλείνω. Αλλά και πάλι τι να πω, τι να μου κάνουν τα σύρματα. Το σώμα θέλω. Με προδίδουν οι φαντασιώσεις που ως τώρα είχα, χλομιάζουν την ώρα της κορύφωσης και έρχεται το προσωπό της. Οι σπασμοί εδράζουν πλεον στα σπλάχνα κι όχι στα ηδονικά του χείλη.

__ . ___

Αεικίνητα μάτια. Κοιτούν με την ταχύτητα της κόρης του ματιού επιβατών τραίνου. Βρίσκεσαι διαρκώς σέ έναν συρμό. Του μετρό ή του σουρσίματος.

Βλέπεις τις πιο μικρές κινήσεις του αέρα δίπλα σου. Καλύπτεσαι κάτω από ράσα, μεταξωτά και λινά μα ευτυχώς δεν μου κρύβονται όλα. Βλέπω στην μέση των χειλιών μια τέλεια μικρή καμπύλη. Πεισματωμένο βλέμμα γερακιού ή αετού, γυρίζεις να με δεις και με έχεις ήδη κοιτάξει δυο φορές πριν να με δεις. Η γυναίκα που κοιτάζει πιο γρήγορα απ΄το βλέμμα της.

Ποιο χάδι σου οσμίστηκα πριν γεννηθεί κι αρχισα να γουργουρίζω κελαηδώντας. Εκεί στο τρίστρατο. Σε ειχα βάλει στο πιάτο και παρήγγελνα και δεύτερο.

αντιγραφή μέρους της 30-9-2008 μικρά χαρτάκια κατά την διάρκεια συνεδρίου. Φωτογραφία: Γιάννης Κωσταντής. Η νύχτα που δεν πέρασε.