Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Το Σαββατο




Καλησπερες στον καλο τον κοσμο. Δηλαδή την Σοφία κι εμένα, άντε και τον Νικόλα που ίσως περνάει κάποτε απο δω και ρίχνει ενα στιχάκι.


Να και η πρωτη φωτο. Απο Καρπαθο, στην αγκαλια του ουρανου.


Σήμερα είναι μέρα για γέλιο. Πολύ το κούρασα το θέμα με την θλίψη.


Καθόμασταν στο θησείο η γνωστή παρέα, το τρίο της ενασχόλησης με τους/τις πρωην. Ο Ελιοτ, η Εμμα κι εγω! Αφου εχουμε χαλβαδιασει εγω με τον Ελιοτ τους γκομενους της απεναντι παρεας και η Εμμα το μοναδικο δεντρο που ηταν απεναντι της, το μαγαζι αποφασιζει να κερασει κεικ σοκολατας, κομμενο σε μικρες μπουκιτσες με οδοντογλυφιδες σαν μεζες για ουζο. Μμμ, πέφτουμε πάνω τους και οι τρεις αποζητώντας τουλαχιστον την ηδονή της σοκολάτας στον ουρανίσκο. Και πριν η ζεστή σοκολάτα αγγίξει την γλώσσα του ο Ελιοτ μίλησε: "Να κάτι που μπορείς να βάλεις στο στόμα σου χωρίς να φοβάσαι τις δεσμεύσεις".



Τα βράδια πριν κοιμηθώ κοιτάω το κηροπήγιο με τα καθρεφτόδεντρα που μου πήρε. Μέσα στα μαύρα συρμάτινα κλαδάκια του πιάνονται τα όνειρά μου και δεν μου ξεφεύγουν πια.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

Μην προσπαθεις να πιαστεις απο πουθενα. Απολαυσε την πτωση.

Με τα ούζα να κρέμονται από το κεφάλι μου σαν καμπανάκια και εναν γλυκο θορυβο απο φλιντζάνια καφέ που επιθυμώ να με ξεμεθύσουν. Ποιος διάλεξε τις απανωτές εκλάμψεις της πτώσης μου να τις βαρύνει με το απλανές βλέμμα του τρελλού; Έχεις ξεφύγει από τον πάνω βούρκο και είσαι στον κάτω. Με κάτι τυφλά χέλια που σέρνουν το νωθρό τους σώμα γύρω απο το δικό σου.
Πέφτω χαμηλά, κάτω από τα πέλματά της λήθης. Ξεχνάω ποιους αγάπησα. Σβήνω την μορφή της. Και μαζί με αυτή την μνήμη θάβομαι ολόκληρη. Δεν μπορώ να βρω ξεκούραση, χρόνια τώρα. Δεν βρισκω τη σωστή αγκαλιά.
Ύβρις η χτεσινή να πω ότι είμαι ευτυχισμένη μόνη. Την πληρωσα σήμερα με ολική κατεδάφιση.




Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

εκπνοη Σεπτεμβριου

Κοντοστέκομαι στην κάθε στιγμή του Σεπτεμβρίου, αναπνέω τις μεγάλες του μέρες πριν τις μικρύνει ο
Οκτώβρης.
Χαζεύω τα σύννεφα που μου δείχνει η Άννα μέσα από τα θραύσματα ουρανού των Εξαρχείων.
Χορεύω σε ξέφρενους ρυθμούς κάθε πρωί. Ποτέ πριν τόσο ελεύθερη. Όλα τα πάθη πείστηκαν να κομματιαστούν στο πάτωμα, χορεύω γυμνή πάνω τους, πατώ με γυμνά πόδια τους σπασμένους καθρέπτες και δεν μένει ουτε μια γρατζουνιά στο πέλμα.

Φεγγαράκι φεύγω τώρα να πλαγιάσω είναι ώρα. Έτσι μου λεγε η "γλυκειά μου" (όπως λέμε τις προγιαγιάδες στην Πάτμο).
Τι να γράψω για το πάθος; καταλάγιασαν όλες οι καταιγίδες. Τέτοια πληρότητα που ίσως να μην έχω τίποτα πια να γράψω. Για απόψε. Κούραση ευτυχισμένη, οργή τιθασευμένη που εκτελεί τέλεια το νούμερο της στο τσίρκο μου.

Καληνύχτα σας.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

Χρονια Πολλά Αουρελια, Μοάνα, κι ολα τα ονοματα που ακομα δεν εχεις ανακαλυψει!!!

Χρονια σου Πολλά κι ευτυχισμένα!!

Απλές ευχές και μεγάλα χαμόγελα. Για τα γενέθλιά σου για τα χρόνια που έφυγαν και που έρχονται, 24 κεράκια που περιμένουν την ανάσα σου για δαμάσουν τον χρόνο. Η γιορτή των γενεθλίων είναι μια μικρή προσπάθεια να σταθείς έξω από τον χρόνο, ξεκρέμαστη να δεις την ροή του απ' έξω, να τον παγώσεις, να ακούσεις τι ήχο έχουν τα νερά του ποταμού του όταν λιώνουν. Και να βουτήξεις πάλι, αποδεχόμενη ΄το κάθε κύμα, να σε κυλήσει η φορά του χρόνου απαλά προς την καρδιά σου. Όσο λιγότερο του αντισταθείς τόσο θα επιπλεύσεις, θα σου χαριστεί.

Χρόνια πολλά στην μόνη ως τώρα συνοδοιπόρο μου στα διχτυα των καλωδίων και των πλήκτρων.

Τα διαβασματα κι οι μουσικές σου φτάνουν ως εδω στιγμές που η ψυχή μου βασιλεύει και της δίνουν ζωή.

Είδες απόψε το φεγγάρι; Τεράστιο, διάφανο, λικνίστηκε στον ανοιχτόχρωμο ουρανό στο τελευταιο φως της μέρας.

Θα με κεράσεις λιγη από την νουβέλα σου κάποτε;

Καλή αντάμωση!!!

Μ.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Η φτώχεια

Όταν χρεωκοπείς τα λόγια περιττεύουν. Παρόλαυτά έρχονται στα χείλη σαν προσευχή. Οι συνειρμοί των ονείρων μας μένουν για πάντα αναληθείς όσο θα ασπαζόμαστε την άγνοια.
Άδειο σπίτι που δεν δάμασε ο χορός μου. Τώρα θα βάλω μουσικές και θα απλώσω τις κινήσεις στον μικρό μου παιδότοπο. Βαφτίζεται ο χρόνος στην καρδιά μας. Η αναμονή φιλάει τρυφερά και για πολλή ώρα την απελπισία και την εγκατάλειψη.
Δεν θα μπορούσα να μιλήσω πιο συγκεκριμένα γιατί ντρέπομαι. Να πω ότι με ξέχασε για άλλη μια φορά.
Πάντως το κορμί ανταποκρίνεται στο φθινόπωρο. Απαλά αναριγεί στο κρύο, προσπαθεί να θυμηθεί κάτι από καλοκαίρι μάταια. Καλά πάμε.
Η μόνη λέξη που επαναλαμβάνω εδώ και καιρό, η μόνη λέξη που επαναλαμβάνω από τότε που χώρισα μια μακρόχρονη σχέση είναι: 'θ' αντέξω". Και άντεξα, και αντέχω. Αλλά αυτό είναι το νόημα;
Κρεμιέμαι από τα κλαδιά της ανυπομονησίας για ανθρώπους που εμφανώς δεν θα μου φέρουν ζεστασιά αλλά θα μεγενθύνουν την έλλειψη.
Είναι καιρός τώρα.

Θα πρεπε να μην λέγεται λέξη για όλα αυτά κι όμως τα επαναλαμβάνω. Η μονότονη προσευχή του ασκητή. Δεν έχει πια σημασία. Η Κυριακή 23 Σεπτέμβρη. Δεν την θέλω αυτή την ημέρα. Με πικραίνει η μοναξιά. Κι όσα δεν τόλμησα στα νιάτα, εκδικούνται. Ούτε εγώ υπήρξα άμυαλη έφηβη.

Η φτώχεια της ψυχής σκαλίζει ένα εικονοστάσι καθώς το φως λιγοστεύει και καθυστερώ να ανοίξω τις λάμπες.

Ένα ξωκκλήσι όπου βρίσκεις καταφύγιο δαρμένη και μόνο. Ονειρεύμαι βυζαντινές αγιογραφίες να ερωτοτροπούν με γυμνά σώματα. Ονειρεύομαι να χαιδεύω αγάλματα. Μια σειρά φωτογραφιών όπου θα προσπαθώ να αγαπήσω γλυπτά, να τα αγκαλιάσω σαν ζωντανά σώματα.

Το βέβηλο παρηγορεί την καρδιά για την ασυλια που έδωσε αυτή στην φτώχεια, την δειλία και την μιζέρια.

Το χυδαίο παρηγορεί την σεξουαλικότητα για την σπατάλη της όταν προσπαθεί να ξεφύγει από την απελπισία αντί να της παραδοθεί. Χωρίς αντιστάσεις η απελπισία εξανεμίζεται, δεν έχει πια ποιον να παλέψει.

Έκλαψα χτες για την Αναστασία. Γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να την βοηθήσω. Τίποτα απολύτως. Οφείλω να την εγκαταλείψω γιατί η μάχη είναι μόνο δική της.

Εκλαψα χτες γιατί δεν ξέρω τι να κάνω στην ζωή μου. Πως να δεχτώ ότι τα σώματα που αγαπώ και που με κάνουν να τρέμω, δεν θα μπορέσουν ποτέ να σταθούν δίπλα μου κοινωνικά. Δεν θα νιώσω ποτέ εκείνο το διαστροφικό συναίσθημα της πληρότητας όταν δίνεις την εικόνα του έρωτά σου στον κόσμο κι εκείνος εγκρίνει. Το βλέμμα των άλλων που μας ορίζει.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Φθινόπωρο

Με την διαύγεια του πρωινού και τον χρόνο να κυλάει ανάμεσα σε γουλιές ζεστού καφέ, διαβάζω παλιές σου αναρτήσεις Σ.
Χτες ήμουν δυνατή. Και σήμερα.
Με πήρε η μητέρα μου τηλέφωνο για να μου πει ότι έχει πεθάνει εδώ και τρεις μέρες ο Ξυπόλητος. Άντρας πενήντα και χρονών, με μια κορμοστασιά ολόισια και ψηλή, άνοιγε τα χέρια του να χορέψει ζειμπέκικο και σε έκανε ταξίδι στα φτερά του. Είχα κοιμηθεί ένα βράδυ μαζί του, κανένας άλλος άνθρωπος δεν με είχε κρατήσει Έτσι. Οι παλάμες του στο σώμα μου ήταν σαν να έπαιρνα ενέργεια από την θάλασσα, σαν να κολυμπούσα .
Από τον Μάιο είχε μάθει την κακιά αρρώστια και είχε κατέβει στο νησί να χαιρετήσει. Δεν ξανάρθε και τό ξερε. Σήμερα μου είπε η μανα ότι ζήτησε να καεί και να σκορπιστεί η στάχτη του στην παραλία μπροστά από την γειτονιά που μεγάλωσε.
Δεν μπορώ να λυπηθώ που έφυγε. Και το ξέρω πως έτσι θα θελε να νιώθω. Χαίρομαι που υπήρξε στον κόσμο ένας τόσο ωραίος άνθρωπος. Με φίλησε και απόρρησα πόση ψυχή χωράει σε ένα φιλί, δεν το περίμενα, και τον κοίταξα έκπληκτη και ελαφρώς σαν χαζή ρώτησα "τι έβαλες στο φιλί;" ή κάτι αντίστοιχο.
"Ανατολή του ήλιου" απάντησε. Χάραζε εκείνη τήν ώρα, κοίταζα γύρω μου και είδα με τα μάτια του πως με τόση ομορφιά, μόνο έτσι μπορεί να ' ναι ένα φιλί.
Έφυγε λοιπόν. Τα χέρια του δεν θα δώσουν άλλη θάλασσα σε γυναικείο σώμα. Όπως πάντα εγώ με τους άντρες δεν μπορώ να αγαπήσω το σώμα τους. Μπορώ να το θαυμάσω όταν το βλέπω από μακριά, αλλά στην αγκαλιά ποτέ δεν είμαι κάτι παραπάνω από νάρκισσος. Μόνο γυναίκες με λυγίζουν, βαραίνω από πόθο, αγγίζω και τρέμω.
Άντρας και ο Ξυπόλητος, με κράτησε στα τεράστια χέρια του, τίποτα που να μην θέλω δεν έκανε, απαλός κι τρυφερός σε κάθε κίνηση, με απόλαυσε για λίγο. Κι εγώ βούτηξα στην θάλασσα και βγήκα ανάλαφρη πίσω στην ακτή. Δεν θυμάμαι καμία αίσθηση σεξουαλικότητας από τις 1-2 συναντήσεις μας. Μόνο ότι με άφηνε να ναρκισεύομαι και να νιώθω όσο όμορφη θα θελα χωρίς να ντρέπομαι, ότι με κοίταζε να ερωτεύομαι το είδωλό μου και να του το χαρίζω, μόνο το είδωλο. Γιατί η ψυχή μου, αντρική, τον κοίταζε στα μάτια και του έλεγε "α φίλε μου κοίτα τι όμορφη αυτή που σου χαρίζεται, απόλαυσέ την απαλά, αφού εγώ δεν μπορώ: είναι το ίδιο μου το σώμα".

Αμήν.

***

Στις τελευταίες γουλιές καφέ, επανέρχομαι στο σπίτι μου σε αυτή την γωνιά της Αθήνας. Στο κρεβάτι μου κοιμάται η Κ. την κράτησα αγκαλιά με τρυφερότητα για όσα μου δίνει. Δεν την φιλάω, δεν της δίνομαι αφου ξέρω πως δεν μου ταιριάζει. Την κρατάω, κοιμάται και το μυαλό μου γυρνάει στην Αναστασία. Το μυαλό μου αρχίζει τρέχει σε λεπτομέρειες του σώματός της, την θέλω τρελά. Ξέρω πως θα το ελέγξω στο τέλος αλλά ξυπνάει από τα σκοτεινά πηγάδια μου ο πόθος για αυτήν και μόνο. Χτυπάει το τηλέφωνο, και είναι εκείνη. Μιλάμε ήρεμα, αποσυντονίζω το μαγκανοπήγαδο της επιθυμίας και της μιλάω αδιάφορα με την συνήθη τρυφερότητα των πρώην. Στέκομαι μόνη μου ανάμεσα σε ένα σώμα που κοιμάται και που μου δίνει όλη την αγάπη που θά θελα όπως ακριβώς θα την ήθελα και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής που ανήκει στην γυναίκα - φύλακα των σκοτεινών επιθυμιών μου, αυτή που η μορφή της χωρίς να θέλω έσκαψε μέσα μου και βρήκε φλέβες κομμένες από αυτόχειρες στην σπηλιά των αναστεναγμών της ηχούς.

Α ξέρω πως να της μιλήσω τώρα. Ξέρω πότε να φύγω γιατί δεν αντέχω, ξέρω πότε να υποκύψω στις παροδικές επιθυμίες της για αγάπη. Και πότε να αρνηθώ να δώσω έστω μια σταγόνα.



Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Μικρά deja vu

Σε ευχαριστώ Σ.
Ένα χάδι πέρασε σαν πέπλο στο δέρμα μόλις είδα τον πίνακα. Είναι υπέροχος κι αν δεν υπήρχε ίσως να μην είχα διαλέξει το όνομα.
Μπαίνω στα τριάντα χρόνια. Γελάω ήρεμα. Χτες μίλησα με τα απομεινάρια της άλλοτε αγαπημένης μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτήν. Δεν μπορώ ούτε καν να την θέλω παρά την θέλησή της. Είμαι ελεύθερη.
Δεν γοητεύει πια η μιζέρια. Όμως όσα στραφτάλισαν μέσα μου είναι νομίσματα και δεν τα πετάω στο δρόμο. (Ίσως να εδώ να ταίριαζε κανα ρητό για τα αγαθά της αποταμίευσης. Μήπως η συσσώρευση πλούτου ακόμα και του συναισθημάτικού, είναι μάταιη; )

Να ένα νόμισμα ακόμη:

Το μόνο που μου έμεινε από σένα είναι ένα πείσμα. Το πείσμα που ταξίδεψα σε άλλα κορμιά για να σε ξεχάσω, που έχτισα αγάπες πάνω στην σαθρή πληγή της μορφής σου. Αλλά μήπως φταις εσύ για αυτήν;
Ένα πείσμα να ζήσω ενάντια στο θανάσιμο βλέμμα σου. Που αγάπησα. Πως τα κατάφερα έτσι, να γκρεμίζω τις πόλεις και τα χωριά μου, μόνο και μόνο επειδή τα κούρσεψες. Υποταγμένη σου να μην υπάρχω. Καμμένη γη, ένα πείσμα να τα ξαναχτίσω για να έρθεις να τα δεις μετανιωμένη.
Καίγομαι καιρό πλάι σου και πάλι. Γύρισα σπίτι αργά, νομίζω πως είχε συνεννοηθεί το φεγγάρι με την τύχη μου να είναι στην σωστή γωνία την ώρα που θα στρέψω το βλέμμα μου να το δω και να μου μιλήσει, μετά από τόσον καιρό. Σήκωσα το κεφάλι μέσα από το κράνος και έμεινα, μου μιλάει το φως.

Εξουθενωμένη, σέρνομαι πλάι σου και με ξυπνάει μόνο ο θυμός σου. Πως κατάντησα να με πεισμώνει μόνο η οδύνη η προκληθείσα από εσένα. Τίποτα άλλο δεν με συγκινεί πια εκτός από την μάχη με σένα. Την μάχη με την αδιαφορία σου. Πόσο μάταιο είναι να σε αντέξω, πόση θλίψη πια.

Απόψε λοιπόν λες να σε αρνηθώ; Να το αποφασίσω; Και που να πάω μπροστά; Τι υπάρχει μπροστά; Γιατί και πάλι στα αγκάθια.

Δεν υπάρχεις εκεί, κυνηγώ τους αντικατοπτρισμούς σου. Αλλά δεν είσαι εσύ.

Απόψε παραιτούμαι. Δεν σε κυνηγώ άλλο, δεν αντέχω άλλο.

Με τις χειροπέδες θα σε βλέπω, δεμένη στο κατάρτι θα σε ακούω.



η εκείνο εκεί το απόσπασμα:

Είναι ανεξήγητο γιατί είμαι τόσο ελεύθερη.

Ίσως γιατί σε είδα τόσο μπερδεμένη σε τόσο ανούσια στερεότυπα που ένιωσα κάπως πιο ελεύθερη. Ότι δεν είναι σωστό να κάνεις έρωτα χωρίς φιλί… λάθος δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες. Αν και οι δυο θέλουνε έρωτα χωρίς φιλί, τότε μια χαρά είναι.
Ότι είναι ξαναζεσταμένο φαΐ, άλλη προκατάληψη, ποιος ξέρει πόσες φορές την έχεις ακούσει ή σκεφτεί και μπήκε στο κεφάλι σου.
Καταρχάς δεν είναι ξαναζεσταμένο. Κρύο κατακρύο είναι. Νομίζεις ότι έτσι εύκολα έχουν ξαναζεσταθεί μέσα μου όσα πέτρωσες; Νομίζεις ότι ενάμιση χρόνου βάσανο για σένα μπορείς να το σβήσεις έτσι; Κάνοντας ότι δεν υπήρξε και παραδεχόμενη απλά ότι φέρθηκες άσχημα; Όχι βέβαια, πρέπει να καταλάβεις που βρισκόμουν όλο αυτόν τον καιρό και να μου πεις που βρισκόσουν εσύ. Για μια στιγμή να δείξεις ότι νοιάζεσαι για το που ήμουν, ότι έχεις ανάγκη να μου πεις που ήσουν.
Μόνο όταν αντέξεις το κλάμα, θα ζεσταθεί το φαΐ.
Αλλά σιγά μην τα καταφέρεις. Κι όμως είναι απλό.


Δεν ξέρω γιατί ξύπνησα τόσο πλήρης. Σαν να κάναμε έρωτα και να ήταν τέλεια. Ή δεν ξέρω σαν τι, αλλά είχα να ξυπνήσω τόσο καλά από πριν σε γνωρίσω.

Κι όμως έχω ένα χαμόγελο για σένα, βρίσκω στον κήπο της καρδιάς την τριανταφυλλιά σου φορτωμένη άνθη.

Τώρα πραγματικά θα μπορούσα να κάνω κάτι μαζί σου. Γιατί δεν με βασανίζεις.

Αλλά κατά βάθος δεν έχει ενδιαφέρον για σένα να μην με βασανίζεις… γιατί έτσι νομίζεις ότι δεν σε θέλω. Μόνο όταν καίγομαι για σένα, καταλαβαίνεις να σε θέλω.

Όταν πάλι με πληροίς, η ευτυχία μου σου είναι αδιάφορη. Είμαι εκνευριστικά χαζή όταν είμαι ευτυχισμένη.

Αλλά δεν θα σου ξανακάνω το χατίρι να γκρεμίσω τον κόσμο στο κάθε μας φιλί, όπως έκανα παλιά. Κι έτσι νομίζεις εσύ ότι δεν σε θέλω, ενώ απλά τα πνίγω γιατί ακόμη δεν σε εμπιστεύομαι. Ας το νομίζεις. Αν δεν είσαι ικανή να δεις μέσα μου τι έχω για σένα και σου το κρύβω, τότε δεν μπορείς να είσαι πλάι μου.

Θα φιλάς το άγαλμα μέχρι να το ζωντανέψεις. Και τότε θα είναι πραγματικά δικό σου.

Αν πάλι δεν το θες αυτό, είμαι τόσο ελεύθερη και τόσο γεμάτη από σένα ταυτόχρονα, που όποιος άνεμος και να φυσήξει τα πανιά θα φουσκώσουν.

Απόδειξη ελευθερίας είναι αυτό το χωρίς έμπνευση κείμενο.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

Σε εξορκίζω, σε εξορίζω να μου διηγηθείς το επιμύθιο των επιθυμιών σου.
Θέλω να μου πεις πως ο έρωτας λύγισε, πως του κόπηκαν τα γόνατα και σωριάστηκε σαν τσουβάλι στα σκαλιά. Θέλω να μου πεις με ποια εργαλεία λάξευσες από μέσα το μάρμαρο της μαραμένης σου καρδιάς ώσπου να την αποκόψεις τελείως από την δική μου.
Θα στέκομαι εδώ γονατιστή όπως πριν κοινωνήσω.
Κι έπειτα θα συνεχίσω να φαντάζομαι ότι με μπαίνεις μέσα μου και ότι με κρατάς πολύ σφιχτά με τα χέρια σου κρατώντας αντίσταση στον ίδιο σου το ρυθμό.
Σήμερα πάλι φιλούσα το χέρι μου. όμως θα αντέξω. Έγλειφα τον καρπό μου και έτριβα τρυφερά τα υγρά μου χείλη στο δέρμα του. Μετά προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά αδύνατον.

Ο έρωτας είναι επιθυμία να μεταμορφώσεις τον άλλο όσο σε μεταμορφώνει.
Το τέρας είσαι εσύ.

***


Ακούω την μουσική μιας συναυλίας που είχες πάει. Εγώ δεν ήμουν εκεί. Κλεισμένη στον μικρόκοσμο χτυπιέμαι να καταλάβω γιατί ακόμα σ’ αγαπώ. Ποιους νόμους λογικής και αξιοπρέπειας αρνείται η καρδιά μου και το σώμα μου και έλκονται ακόμη από σένα. Είμαι οργισμένη που σε θέλω ακόμη. Δεν το αξίζεις το βλέπω, το διακηρύσσεις σε κάθε σου βλέμμα και εγώ ακόμη θέλω να σε αγγίξω, ονειρεύομαι να χαιδεύω τα μαλλιά σου, να σε γλείφω ή να με σφίγγεις στην αγκαλιά σου μέχρι να παραλύσω.

Ανίκανη κι ανάπηρη συναισθηματικά, ασυνεπής και βασανισμένη με πληγές που δεν αντέχεις. Τις πασπαλίζεις με μπόλικο αναισθητικό μέχρι που ψοφάνε τα πάντα μέσα σου. Δάκρυα που δεν κύλησαν από τα μάτια σου. Που δεν έγειρες ποτέ πάνω μου ενώ ξέρεις ότι μπορώ να σε κρατήσω, ότι είμαι εδώ αλλά δεν το πιστεύεις.

Ο οργή μου θα σε ξεσκίσει μια μέρα. Γιατί δεν την εκφράζω αλλά την κρυφοθηλάζω με την απουσία σου μέχρι που μια μέρα θα ναι παιδί μεγάλο και θα χιμήξει πάνω σου χωρίς να ρωτήσει την γνώμη μου.

Καρδούλα μου να μπορούσα σήμερα να σου δαγκώσω με φιλιά το λαιμό.

Η αρχή

Γιάντες.
ξεκινάς να παίζεις αυτό το παιχνίδι σπάζοντας ένα κοκκαλάκι από το σκελετό μιας όρνιθας που μόλις έφαγες μαζί αγαπημένους ανθρώπους. Οικογένεια, φίλοι... η κότα είναι από το κοτέτσι γιατί τα έτοιμα κοτόπουλα έχουν σπασμένο ετούτο το διχαλωτό κοκκαλάκι. Όλα ξεκινάνε από ένα καλοψημένο, νοστιμότατο πτώμα.
Κι από την στιγμή που θα χωρίστεί το κόκκαλο και το μισό θα μείνει στον έναν και το άλλο μισό στον άλλο, ξεκινάει το παιχνίδι.
Αν μου δώσεις κάτι από το χέρι σου στο χέρι μου και προλάβεις να μου πεις "γιάντες", κέρδισες. Αν σου πω " το ξέρω" θα πρέπει να ξαναπροσπαθήσεις. Αν σου δώσω εγώ κάτι από το χέρι μου στο χέρι σου και σου πω το γιάντες, κέρδισα. Τι κέρδισα; ότι είχαμε βάλει στοίχημα από πριν, δεν έχει σημασία. Αν προλάβεις και μου πεις το ξέρω, δεν τα κατάφερα να σε πιάσω στον ύπνο.

Τι παιχνίδι! Πόση συνείδηση της κάθε σου κινήσης σε κάνει να έχεις. Κοιτάς τον άλλο καχύποπτα τίποτα δεν παίρνεις από το χέρι του γιατί μπορεί να χάσεις.

Μαθαίνεις ότι καμία συναλλαγή με τους γύρω σου, ακόμα και το να σου δώσουν το αλάτι δεν είναι άνευ νοήματος, αλλά έχει μέσα της την δυνατότητα της πιο βαθιάς επικοινωνίας. Μαθαίνεις πως ό,τι περνάει από χέρι σε χέρι είναι μια τελετουργία, καθημερινή και απαρατήρητη αλλά τελετουργία.
Και μαθαίνεις τέλος πως αν χάσεις, αν μια στιγμή ξεχαστείς και πάρεις από το χέρι του άλλου ένα ποτήρι, μια χαρτοπετσέτα, το πιπέρι, δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξεις το παρελθόν: την μικρή στιγμή που εκείνος ήταν πιο ξύπνιος από σένα.
Έτσι την πάτησα στον έρωτα, ξεκίνησα να παίζω το παιχνίδι και με έπιασες στον ύπνο. Πριν η σκέψη μου καταλάβει το ψέμα σου, πριν η κρίση μου διαβάσει τις πασπαλισμένες με αναισθητικό πληγές σου, πρόλαβα να σε αγαπήσω. Με φίλησες για πείραμα, επειδή ήμουν όμορφη και "γιάντες". Έχασα, τον κόσμο τις ισορροπίες, τα πάντα. Σε φίλησα και δεν περίμενες πως σε ήθελα στα αληθεια. Όμως να που περάσαν δύο χρόνια και σε θέλω ακόμη. Να που σε ερωτεύτηκα: "γιάντες" δεν το περίμενες. Και έφυγες.
Και φυσικά έφυγα. Οργισμένη με την υπνοβασία μου που έδωσα την καρδιά μου στις αργές σου σισύφειες ματαιες μέρες.