Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Μισή ανάσα
έρεβος ίσκιος
βόρειος οίστρος

Μυρτιά μυρίζεις
μέλι και σχίνο
τα αυτιά βουίζουν

Ρείθρα αμέριμνα
κιονόκρανα ραμμένα
με χορτάρι.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Λαλούν πολλοί κοκκόροι και κανείς δεν ακούει. Είναι όλοι στο ξενυχτάδικο όπου η ποιότητα της μουσικής ευτελής αλλά ο ρυθμός από τα ηχεία χτυπάει το σώμα και υποκαθιστά πρωτόγονες τελετουργίες με κρουστά και μάγους.

Η δουλειά μας είναι πιο σημαντική από την ζωή μας. Οπότε αν δεν διαχειριστείς την ψυχούλα σου με κάποιον που για αυτόν είναι δουλειά του, απλά την θέτεις σε δεύτερη μοίρα. Εξ ου κι οι ψυχολόγοι.


Η δουλειά μας εξιλεώνει, μας υποτάσσει, την χρησιμοποιούμε για να ανήκουμε.

Και μετά;








Είναι ο έρωτας να βλέπεις το ίδιο όνειρο όταν κοιμάσαι αγκαλιά; Να ηρεμούν όλα μέσα σου όταν είσαι μαζί του; Να τρέχουν καταρράκτες όταν φιλιέστε και στον έρωτα τα σώματα να μοιάζουν με τεράστιες εκτάσεις χορταριού που το φυσάει ο άνεμος.

Ή να ταράζονται όλα μπροστά του; Να γίνονται κόμπος τα σωθικά σου, να τρέμει το στομάχι σου όταν τον βλέπεις; Να εκρήγνυνται ηφαίστεια όταν τον φιλάς, κι η λάβα να καίει όλη την γη σου, στον έρωτα τα σώματα να δαγκώνονται, να νομίζεις ότι η καρδιά σου σταμάτησε, κι όταν φεύγει να περπατάς στην καμένη γη και να αγαπάς την στάχτη, διψασμένη για νερό. Να σου καίει τα μάτια το φως του και να μην μπορείς να τον δεις κατάματα.

Δικαίως θα απαντήσουν πως είναι και τα δύο. Εγώ δεν τα βρήκα στον ίδιο άνθρωπο.
Ίσως γιατί ούτε εγώ είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Ούτε καν είμαι μία.

Σκάψε κι άλλο, σκέψου το άλλο
Το άλλο εάλω, και όλα η ύλη
Ενήλικη άυλη στην αυλή μου ουρλιάζω
Σ’ ενάλια κανάλια την γλώσσα μαλλιάζω

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

ανοιγω το σεντουκι

Στο λατομείο Βεζυρη έμενε γύρω στα 1980 η Άννα Παπαδάκη, μόνη της μαζί με λίγες κατσίκες.
Αν δεν έχεις δει πρωί να φυσάει αέρας και να έχει ρίξει κάτω τα κουλούρια της γριάς που πουλάει έξω από το σταθμό του μετρό. Αν δεν την έχεις δει σκυμμένη να μαζεύει κουλούρια και λουκουμάδες από το βρώμικο πεζοδρόμιο και να τα βάζει σε ένα χαρτόκουτο, άχρηστα πια. Αν δεν σε έχουν πιάσει τα κλάμματα εκεί καθώς ετοιμάζεσαι να κατέβεις στο μετρό, για τα λίγα χαμένα σουσαμάκια της, τι να καταλάβεις από την Άννα Παπαδάκη. Μόνη σε έναν τεράστιο πέτρινο όγκο. Δίπλα στα γραφεία της διοίκησης δίπλα σε παλιές τροχαλίες, μηχανήματα και κοφτήρες. Από αυτούς που κόβουν τα χρόνια μας όσο τους αφήνεις ακίνητους σε εγκαταλελειμένα λατομεία.
Μετά από λίγα χρόνια βρέθηκε πεθαμένη η Άννα Παπαδάκη και αναρωτιέσαι τι γίναν οι 3 κατσίκες της.


Ίσως να την έψαχναν για μέρες. Ίσως να κράτησαν παρέα στο νεκρό κορμί της γριάς μέχρι να την βρουν οι κάτοικοι. Ίσως και κάποιος να τις είδε λυτές με το σκοινί να κρέμεται σαν ουρά χαρταετού από το λαιμό τους και να κατάλαβε από εκεί ότι η Άννα Παπαδάκη δεν υπάρχει πια.
Η Άννα μπορεί να ήταν γερασμένη πόρνη, κουρασμένη από τον κόσμο που πήγε να μονάσει εκεί που είναι ο Θεός πιο πολύ από ότι στα μοναστήρια. Εδώ είναι Αττική Θεού νταμάρι.
Μπορώ να φανταστώ την ματιά της, μπορώ να πιάσω κουβέντα στο αχτένιστο κεφάλι της.
Μπορεί και να ‘ταν καμιά ξεχασμένη οικονόμος της Βικτωρίας Βεζυρη, (τι όνομα! Για ιδιοκτήτρια λατομείου) που μετά τον θάνατο της κυρίας της ζήτησε άσυλο στο ξεχασμένο κομμάτι της περιουσίας της.
Μια γυναίκα μόνη έχοντας έκταση 15 στρεμμάτων για να απλώνει με το βλέμμα τις αναμνήσεις της. όλα θάφτηκαν από τα μπάζα των μεγάλων έργων εκεί γύρω.
Με βασανίζει η μνήμη της, θέλω να ψάξω για αυτήν.
Ένας γλυκός μύθος του τίποτα γυρίζει στο κεφάλι. Να επισκεφθώ την γειτονιά και να αρχίσω να ρωτάω ποια ήταν και γιατί. Τι δουλειά έκανε όταν ήταν νέα, από πού ήρθε, πως κατέληξε να μένει μόνη της σε ένα λατομείο, απόκληρη τίνος χωριού κάποιας σκληρής επαρχίας κατέληξε να πεθάνει μόνη σε ένα αργούν λατομείο.
Ποιο ήταν το χωριό που έπαιξε ως παιδί, τι έκανε στην χούντα; Η Άννα Παπαδάκη έχει αρχίσει να ορίζει την φαντασία μου. Παίρνει θέση ντυμένη με τα καλά της για να πάει είκοσι χρονών στην εκκλησία. Την κοιτάζω σαν μια εικόνα μακρινού ονείρου που πασχίζεις να θυμηθείς το πρωί. Αν εμφανιστεί άλλη μια φορά στην ζωή μου πρόκειται να τρελαθώ, θα πάω ρωτώντας στα Γλυκά Νερά.
Θα πάω… ίσως εννοεί θα πεθάνω ρωτώντας στα Γλυκά Νερά.
Λοιπόν τι να κάνω. Χάνω τον κόσμο.
Προσπαθώ να διακρίνω τι φοράει, σε ποια εποχή ζει, ποιος τοίχος βρίσκεται πίσω της, είναι στην πόλη ή στο χωρίο. Όχι ακόμη ομίχλη. Κάποτε θα πουληθεί κι η ομίχλη παππού της Μήτσορα, μόνο σε κάποια νυχτερινά μαγαζιά .

Φαντάζομαι τα πέλματα της Άννας Παπαδάκης, ένας οξύς πόνος διαπερνά το μάτι μου και με δακρύζει ακούσια. Αυτή η γυναίκα είναι το φάντασμά μου, ένα από τα πολλά που με κατατρύχουν. Πες μου γιατί οι Ερινύες είναι πάντα γυναίκες και γιατί τις ερωτεύομαι. Τα λεσβιακά μαγαζιά, χώροι λατρείας των Μαινάδων, όπου θυσιάζουμε την γλυκύτητα του βλέμματος για την άγρια χαρά της πληγής. Μου λείπει η ησυχία, αλλά αφού ξέρω ότι δεν θα αντέξω παρά μακριά σου.
Θα σε φωνάζω και θα σε σκέφτομαι πάντα ακόμα κι αν σου δίνω λάθος ονόματα.



Τα μυρμήγκια που κάποτε η ένιωθε στα πόδια και στο σώμα η γριά Άννα Παπαδάκη, όταν λίγο πριν το τέλος της έμενε ώρες ακίνητη και μούδιαζε από την σιωπή, επανήλθαν για μια ονειρική συμφιλίωση μετά τον θάνατό της, ώστε να την νιώσουν και αυτά.
Μικρά πυροτεχνήματα ημέρας έπεσαν στο λευκό νταμάρι την στιγμή που το πρώτο μυρμηγκάκι ταπεινά άγγιζε την σάρκα της. Σχεδόν την χάιδευε.

Η ξανθιά χιτλερική μορφή που έκρινε την τύχη του λατομείου κάποια χιλιόμετρα μακριά σε ένα δικαστήριο ένιωσε εκείνη την στιγμή ένα περίεργο μυρμήγκιασμα. Εγκαταλείπω σκέφτηκε, οι δυνάμεις μου με αφήνουν. Και λιποθύμησε. Άγνωστο γιατί δήθεν.
Καμιά τύχη δεν κρίνεται εκεί πέρα για αυτό λιποθύμησε. Η τύχη μας κρίνεται από τα μουδιάσματα. Όταν μουδιάζει ο αέρας γύρω σου και ανατριχιάζεις ξέρεις τι σημαίνει; Όχι για αυτό σωπαίνεις. Το σιωπηλό χαμόγελο του ανήκειν δεν το ξέρεις. Για αυτό θα ναι πατρίδα σου η κάθε άγνωστη πεθαμένη Άννα Παπαδάκη.

Η εκείνος ο ανθοπώλης από ένα νησί του Αιγαίου όπου άφηνε με διαθήκη στον γιο του το 1/3 της σοδιάς των λουλουδιών του.

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008


Έτσι να είναι οι Κυριακές. Ξάγρυπνες μα χωρίς να τους λείπουν όνειρα.
Ερεθισμένες, ελαφρά πιωμένες. Και με το σώμα να διαγράφει κύκλους γύρω τους.
Μια φιγούρα που χαζεύει. Το χτες έρχεται και φεύγει, το χαμόγελό μου μένει.
Οι χοροί για κείνην, τα πρώτα κλάμματα στο τραγούδι της .
Τα φιλιά για κείνον, τα πρώτα ράμματα για την γούνα μου.
Σας γυρνώ την πλάτη και φεύγω όπως πρέπει.
Με τον ήχο της καφετιέρας, κλικτικ τσακ.
φωτογραφία: C.Molla

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Να τα λοιπον τα σύννεφα που κοιτάζω απ' το μπαλκόνι όταν σας γράφω.


Στροβιλίζομαι. Προχθές έκανα πάλι τον κόσμο σπίτι μου. Αρκεί να δω το αστερακι και η σαλάτα από το γρηγορομπουκωμα γίνεται δείπνο, το παγκάκι της στάσης λεωφορείου τραπεζαρία, ο κόσμος γύρω μια οθόνη τηλεόρασης και ορίστε: ο κόσμος είναι πάλι δικός μας. .... όπου αποδεικνύεται ότι είναι επαναστατική πράξη να ανακαταλάβεις (μήπως και καταλάβεις) τον αστικό (ναι είχαμε και στο χωριό μας αστικό) χώρο. Γιατί προυποθέτει την ικανότητα να εδραιώσεις οικειότητες σε ανοιχτούς χώρους ή αλλιώς να ανοίξεις το βλέμμα σου και την καρδιά σου σε περισσότερα τετραγωνικά από αυτά που αναλογούν στο διαμερισματάκι σου. Δεν ξέρω αν γράφω τις τεράστιες πίπες, καθότι πάλι άυπνη, Ζουγανέλης Μπουλάς χτες κεντήσανε, αλλά το πρωί άντε να τα βγάλεις πέρα, κι είμαστε ήδη στο επόμενο βράδυ και σε είκοσι λεπτά στην μεθεπόμενη.
Αγαπημένο μου γραφτήρι, δεν ήτανε για σένα τα λόγια αυτά. Αλλά αυτά που έρχονται:
"Λούφαξε ο έρωτας μπρος στα μεγάλα λόγια
στην ληστρική επιδρομή των ανεκπλήρωτων και στην μεγάλη πείνα.
Φοβήθηκε και την έκανε με ελαφρά.
Έτσι μουγγάθηκα, καλύτερα έτσι.
Κι είναι τα δώρα πιο πολλά
αφού όσες φορές εκλιπάρησα
το μαστίγιο ήτανε πιο οξύ.
Μα τώρα που είναι πεθαμένα τα δικά μου, κοίτα να δεις πως έρχονται τα ξένα.
Η τα πεθαμένα είναι πια ξένα κι όσα έρχονται δικά μου;
Ο ίδιος ο ίσκιος μου σκιάχτηκε απ΄ τη λαχτάρα.
Μια μουσική να μου διαβρώνει την ζωή, θυμάσαι.
αγαπημένη μου που δεν σε αγάπησα. Προφανώς είναι ανώδυνο να το πιστεύουμε, το πίστεψα ήδη.
Ώσπου να ρθει η σκουριά και να μην κουνιέται πια τίποτα, απ' την καλολαδωμένη μηχανή των πληρωμένων ερώτων. Πληρωμή με χαμόγελα, αγάπες, τρυφερότητες, ειλικρίνειες.
Όμως πληρωμή.
Δεν θα ξαναζήσω ποτέ την βρώμα στο τραίνο από Θεσσαλονική και το κουρασμένο βλεμμα σου, α τι όμορφη στιγμή. πάνε χρόνια...
Υ.Γ. Πάντως η αλήθεια είναι πως τώρα χαμογελάω συχνότερα.