Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

ανοιγω το σεντουκι

Στο λατομείο Βεζυρη έμενε γύρω στα 1980 η Άννα Παπαδάκη, μόνη της μαζί με λίγες κατσίκες.
Αν δεν έχεις δει πρωί να φυσάει αέρας και να έχει ρίξει κάτω τα κουλούρια της γριάς που πουλάει έξω από το σταθμό του μετρό. Αν δεν την έχεις δει σκυμμένη να μαζεύει κουλούρια και λουκουμάδες από το βρώμικο πεζοδρόμιο και να τα βάζει σε ένα χαρτόκουτο, άχρηστα πια. Αν δεν σε έχουν πιάσει τα κλάμματα εκεί καθώς ετοιμάζεσαι να κατέβεις στο μετρό, για τα λίγα χαμένα σουσαμάκια της, τι να καταλάβεις από την Άννα Παπαδάκη. Μόνη σε έναν τεράστιο πέτρινο όγκο. Δίπλα στα γραφεία της διοίκησης δίπλα σε παλιές τροχαλίες, μηχανήματα και κοφτήρες. Από αυτούς που κόβουν τα χρόνια μας όσο τους αφήνεις ακίνητους σε εγκαταλελειμένα λατομεία.
Μετά από λίγα χρόνια βρέθηκε πεθαμένη η Άννα Παπαδάκη και αναρωτιέσαι τι γίναν οι 3 κατσίκες της.


Ίσως να την έψαχναν για μέρες. Ίσως να κράτησαν παρέα στο νεκρό κορμί της γριάς μέχρι να την βρουν οι κάτοικοι. Ίσως και κάποιος να τις είδε λυτές με το σκοινί να κρέμεται σαν ουρά χαρταετού από το λαιμό τους και να κατάλαβε από εκεί ότι η Άννα Παπαδάκη δεν υπάρχει πια.
Η Άννα μπορεί να ήταν γερασμένη πόρνη, κουρασμένη από τον κόσμο που πήγε να μονάσει εκεί που είναι ο Θεός πιο πολύ από ότι στα μοναστήρια. Εδώ είναι Αττική Θεού νταμάρι.
Μπορώ να φανταστώ την ματιά της, μπορώ να πιάσω κουβέντα στο αχτένιστο κεφάλι της.
Μπορεί και να ‘ταν καμιά ξεχασμένη οικονόμος της Βικτωρίας Βεζυρη, (τι όνομα! Για ιδιοκτήτρια λατομείου) που μετά τον θάνατο της κυρίας της ζήτησε άσυλο στο ξεχασμένο κομμάτι της περιουσίας της.
Μια γυναίκα μόνη έχοντας έκταση 15 στρεμμάτων για να απλώνει με το βλέμμα τις αναμνήσεις της. όλα θάφτηκαν από τα μπάζα των μεγάλων έργων εκεί γύρω.
Με βασανίζει η μνήμη της, θέλω να ψάξω για αυτήν.
Ένας γλυκός μύθος του τίποτα γυρίζει στο κεφάλι. Να επισκεφθώ την γειτονιά και να αρχίσω να ρωτάω ποια ήταν και γιατί. Τι δουλειά έκανε όταν ήταν νέα, από πού ήρθε, πως κατέληξε να μένει μόνη της σε ένα λατομείο, απόκληρη τίνος χωριού κάποιας σκληρής επαρχίας κατέληξε να πεθάνει μόνη σε ένα αργούν λατομείο.
Ποιο ήταν το χωριό που έπαιξε ως παιδί, τι έκανε στην χούντα; Η Άννα Παπαδάκη έχει αρχίσει να ορίζει την φαντασία μου. Παίρνει θέση ντυμένη με τα καλά της για να πάει είκοσι χρονών στην εκκλησία. Την κοιτάζω σαν μια εικόνα μακρινού ονείρου που πασχίζεις να θυμηθείς το πρωί. Αν εμφανιστεί άλλη μια φορά στην ζωή μου πρόκειται να τρελαθώ, θα πάω ρωτώντας στα Γλυκά Νερά.
Θα πάω… ίσως εννοεί θα πεθάνω ρωτώντας στα Γλυκά Νερά.
Λοιπόν τι να κάνω. Χάνω τον κόσμο.
Προσπαθώ να διακρίνω τι φοράει, σε ποια εποχή ζει, ποιος τοίχος βρίσκεται πίσω της, είναι στην πόλη ή στο χωρίο. Όχι ακόμη ομίχλη. Κάποτε θα πουληθεί κι η ομίχλη παππού της Μήτσορα, μόνο σε κάποια νυχτερινά μαγαζιά .

Φαντάζομαι τα πέλματα της Άννας Παπαδάκης, ένας οξύς πόνος διαπερνά το μάτι μου και με δακρύζει ακούσια. Αυτή η γυναίκα είναι το φάντασμά μου, ένα από τα πολλά που με κατατρύχουν. Πες μου γιατί οι Ερινύες είναι πάντα γυναίκες και γιατί τις ερωτεύομαι. Τα λεσβιακά μαγαζιά, χώροι λατρείας των Μαινάδων, όπου θυσιάζουμε την γλυκύτητα του βλέμματος για την άγρια χαρά της πληγής. Μου λείπει η ησυχία, αλλά αφού ξέρω ότι δεν θα αντέξω παρά μακριά σου.
Θα σε φωνάζω και θα σε σκέφτομαι πάντα ακόμα κι αν σου δίνω λάθος ονόματα.



Τα μυρμήγκια που κάποτε η ένιωθε στα πόδια και στο σώμα η γριά Άννα Παπαδάκη, όταν λίγο πριν το τέλος της έμενε ώρες ακίνητη και μούδιαζε από την σιωπή, επανήλθαν για μια ονειρική συμφιλίωση μετά τον θάνατό της, ώστε να την νιώσουν και αυτά.
Μικρά πυροτεχνήματα ημέρας έπεσαν στο λευκό νταμάρι την στιγμή που το πρώτο μυρμηγκάκι ταπεινά άγγιζε την σάρκα της. Σχεδόν την χάιδευε.

Η ξανθιά χιτλερική μορφή που έκρινε την τύχη του λατομείου κάποια χιλιόμετρα μακριά σε ένα δικαστήριο ένιωσε εκείνη την στιγμή ένα περίεργο μυρμήγκιασμα. Εγκαταλείπω σκέφτηκε, οι δυνάμεις μου με αφήνουν. Και λιποθύμησε. Άγνωστο γιατί δήθεν.
Καμιά τύχη δεν κρίνεται εκεί πέρα για αυτό λιποθύμησε. Η τύχη μας κρίνεται από τα μουδιάσματα. Όταν μουδιάζει ο αέρας γύρω σου και ανατριχιάζεις ξέρεις τι σημαίνει; Όχι για αυτό σωπαίνεις. Το σιωπηλό χαμόγελο του ανήκειν δεν το ξέρεις. Για αυτό θα ναι πατρίδα σου η κάθε άγνωστη πεθαμένη Άννα Παπαδάκη.

Η εκείνος ο ανθοπώλης από ένα νησί του Αιγαίου όπου άφηνε με διαθήκη στον γιο του το 1/3 της σοδιάς των λουλουδιών του.

1 σχόλιο:

Nomad είπε...

Ναι, είναι περίεργες οι μυστικές διαδρομές του φθινόπωρου.
Εμένα χρόνια τώρα με στοιχειώνει ο σίμος τσαπνίδης,ισως τον ξέρεις σαν Σ΄'ιμος ο Υπαρξιστής, που πεθανε μόνος σε μια καραφλή ταράτσα στου ψυρρή στα 80φελυγα του, επιδιορθ΄λωνοντας ομπρέλες., Απο εκεί ως το νταμαρι σου θαναι δε θαναι ενα τσιγάρο κι ένα σβησμένο όνειρο δρόμος.
Χαιρετισμούς