Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Απριλης Καραγκιόζης

Ε βρε τελευταία μέρα σου. Δεν προλαβαίνεις να ξημερώσεις άλλη φορά για φέτος.
Μόλις έφτασε στο νησί βούλιαξε. Την επομένη ανέβηκε για το τάμα. Ήταν δεκατέσσερα όταν έγραφε :"Θα το τολμήσω. Εκεί που αχνοφαίνονται σε χρωματισμούς ηλιοβασιλέματος μενεξελί και νύχτας, οι φλέβες".
Οπότε ανέβηκε στο ίδιο μέρος και άναψε κερί για εκείνον που το τόλμησε. Για να μην το ξανατολμήσει, γιατί εκείνος ο άγνωστος σήκωσε ΤΟ ΒΑΡΟΣ. Θύμιασε το πέλαγος. Ελαφρύς ο καπνός συνομίλησε με τις ριπές του ανεμου. Θυμήθηκε τις οπλές των αλόγων που την ανέβαζαν κάποτε τόσο γρήγορα από βράχο σε βράχο ως την κορυφή.
Πόση σιωπή χωράει μέσα στους τοιχους που ορίζουν τα τετράγωνα και ορθογώνια δωμάτια. Είχε ξεχάσει. Όλη η παιδική της σιωπή.
Εκείνη με τα γαλάζια μάτια την έχει ξεχάσει. Ευτυχία. Ευτυχία; Ναι.
Θα ζήσω με τους θανάτους μου να λαμπυρίζουν κάτω από τα βλέφαρα.
Να γοητεύουν.
Έπειτα ήρθε ο πνιγμός. Η μεγάλη σιωπή. Πήρε το πλοίο κι ήρθε πίσω στην Αθήνα.
Εδώ οι αγκαλιές, εδώ η αναμονή τους.

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Τα φώτα ανάβουν στο μικρό διαμέρισμα. Απέναντι σε μια ταράτσα η πρώτη βραδινή σύναξη των γειτόνων για αυτο το καλοκαίρι. Οι σκιές τους γίνονται τεράστιες στον τοίχο.
Οι μουσικές ανοίγονται. Είναι εκείνες οι μικρές ευτυχίες που την κάνουν να κοιτάει την οθόνη με ύφος απλανές.
Δεν είναι εδώ κανείς. Κι ομως καρδιά γεμάτη.
Γελαστό πρόσωπο, λευκό χαρτί.

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Η σκόνη της ερήμου.

Περιγράψτε τις διαρροές της ψυχής στην βοή των δρόμων. Ούτε μια λέξη που να βγάζει νόημα. Να ένας στόχος. Γκρίζα απονενοημένη ραχοκοκκαλιά που ανατριχιάζει. Πόσες ώρες ξέβγαζες τα ρούχα σου στο αλμυρό νερό.
Αχ να άγγιζα με τα χέρια μου την γαλήνη των κυμάτων σου. Αλλά εσύ κλείνεσαι και δίκαια. Αγαπημένη μου αχιβάδα, δέρμα σταρένιο, ίσως κάποτε να έσταζες νερό απο τις άκρες των μαλλιών, ίσως και όχι. Να διαγράφει το αλατι στους ώμους σου τους χάρτες των κρατών της ευτυχίας μου.
Γκιούλιβερ. Σε αγγίζω και σε ξεχνάω.

Το τέλμα έχει όνομα. Το φωνάζεις τρεις φορές, μια την νύχτα, μια τα χαράματα και ύστερα μέρα μεσημερι την ώρα που στην μέσα Μάνη γυρνάνε τα χειρότερα φαντάσματα.

Οι ρυτίδες της θάλασσας κλείνουν αργά τα μάτια τους και με αποκοιμίζουν.

Θέλω αγκαλιά.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Μου λείψατε




Μπαίνω μέσα στην ομίχλη, σε αφήνω και ταξιδεύω μέρες τώρα στον Οκτώβρη που πέρασε.


Κι εκείνος ο ετοιμοθάνατος σάτυρος που τον συντρόφεψα όσο μου επέτρεψε η μικροαστική μου συμπόνοια: Δηλαδή γύρω στις 3 ώρες καταρρακτώδους φθινοπωρινής βροχής και χτεσινής αγρύπνιας πάνω σε κορμι γεμάτο καμπυλες. Κι εκείνος εκεί, με μια φιάλη οξυγόνου, ασθαίμοντας, έχοντας πράξει άπειρες μικρότητες και μεγαλοσύνες στην ζωή του, μαλωμένος μια για πάντα με τα καθωσπρέπει αδέλφια, παιδιά του και άλλους συγγενείς, χωρίς κανέναν να τον συντροφέψει, να πεθαίνει σε ένα κρεββάτι ξενοδοχείου, μια ώρα αρχύτερα κατεστραμμένος από την συμβατική ιατρική που δεν μπορούσε να φανταστεί πόσες παραπάνω αντοχές είχε το άλλοτε σιδερένιο κορμί του.

Εκείνος εκεί, να με κοιτάει με τα μικρά μαύρα μάτια που τρεμόπαιζαν και διάβαζαν επάνω μου όλα τα χτεσινά χάδια, τα φιλιά, τους οργασμούς. Νέος παρόλαυτά. Γιατί θυμόταν πως είναι η κραιπάλη.

Μέρες τώρα γυρνάει στο μυαλό μου η ψυχή του. Τον τελευταίο καιρό είχα πάψει να τρέχω να τον δω, είχε αρχίσει να ζητάει λεφτά πια, να με καλεί συνέχεια. Έμαθα από γνωστούς ότι κηδεύτηκε. Δεν το έμαθα την ημέρα που πέθανε παρά πολύ μετά. Κι ακόμη τώρα έρχεται η εικόνα του και μου ζητάει να μιλήσω. Να πω ότι ήταν άδικος, ναι, κι έκανε πολλές βλακείες, κι απερισκεψίες και κουτοπονηριές. Μα τον καταλαβαίνω, γιατί η ψυχή του δεν χώραγε πουθενά και μόνο στον εικονικό δικό του κόσμο, που έφτιαχνε με το ψέμα και την κοροιδία μπορούσε να χαμογελάσει. Γιατί η ψυχή του ήταν πάντα μόνη. Και γιατί κι αυτός ήταν από εκείνους που τραγουδούσαν "Κι εγώ αγαπω τους ξένους μου, τους πιο δικούς μου ανθρώπους."


Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Προσοχή! Γιαγιά στο σπίτι!!!!! :)))



"Δεν πιστεύω να σου χαλάσαμε το ντεκόρ." (ατάκα που άκουσα από τη γιαγιά μόλις μπήκα στο σπίτι σήμερα)


Οι βυζαντινές εικόνες που είχα φυλαγμένες σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης, ήταν πλέον στον τοίχο της κουζίνας μου, σε διάταξη, ένα πρόχειρο εικονοστάσι για να θυμιάζει.

Χαμογέλασα. Ας κάνει ό,τι θέλει.


Την πήγα εκκλησία. Ξαφνικά η άχρωμη γειτονιά μου απόκτησε διάσταση, ο κόσμος μας κοιτάζει στο δρόμο, τα αμάξια σταματάνε για να περάσουμε και μέχρι να γυρίσουμε έχει ήδη οικειοποιηθεί την Αθήνα ώστε της μιλάνε στο δρόμο: "όλοι σταματάνε για σένα." Η φοβερή της ικανότητα να στέλνει όμορφη ενέργεια στον κόσμο. Λίγο νάρκισσος στην ψυχή, ανθρώπινα, θέλει να αρέσει. Και αρέσει, και καλά κάνει, έχει μάθει να δίνει με την παρουσία της και να ευχαριστεί τον κόσμο.


Τα βήματά της αργά, πολύ, ο κάθε τοίχος έχει αξία, είναι ένα αγαπημένο της στήριγμα την βοηθάει να περπατήσει. Βλέπω όλες τις συνηθισμένες εικόνες στο τελευταίο φως του απογεύματος και μου φαίνονται ξαφνικα πολύ όμορφα.


Μέσα στην εκκλησία χαλάρωσα στο άδειο κουφάρι του κτιρίου, έριξα το μέσο όρο ηλικίας τουλάχιστον κατά 30 έτη, και ανέβασα το μέσο όρο ύψους κατά 30 πόντους. Άκουσα τον ψάλτη να τα λέει βαριεστημένα σαν παιδί που μουρμουράει για εκατοστή φορά τα κάλαντα με το χέρι στην τσέπη.

Μέσα στου ψαλμούς, ταξινόμησα την ζωή μου για άλλη μια φορά, άνθρωποι γύρω μου, τι αξίζει τι δεν αξίζει, αποστάσεις και εγγύτητες, σκοινιά που κόβονται και αλυσίδες κρυμμένες που ξεθάβονται κι όμως γυαλίζει το μέταλλο.
Αχ, λέει πως είμαι εγώ παιδί 13 κι εκείνος είναι 10.... Περίεργο που νιώθω ότι τίποτα δεν διακινδυνεύω, όσα νιώθω για εκείνον είναι δυνατά και επιτέλους έχουν ελευθερωθεί από την ανασφάλεια. Δεν έχω να χάσω τίποτα πια. Είναι το βλέμμα μου καθαρό, μπορώ να τον αντικρύσω.


Με φωνάζει η γιαγιά! "Γράφεις γράμμα και γραφή; Θα ερθεις να πιεις καφέ; Μπορώ κι εγώ να γράφω; ααααχ, Παναγιά μου του Γραβά!"( την γιαγιά μου να δω στο λαπτοπ... κι ας πεθάνω)

Κι αφού βλέπει οτι δεν έρχομαι γιατί σας γράφω, πλησιάζει. Λοιπόν αυτήν την στιγμή την έχω δίπλα μου. Παίζει και να διαβάζει τι γράφω... μάλλον για αυτό μου λέει "δεν είναι το φως σου λί(γ)ο παιδί μου;"


Νταξ. Είναι απίστευτη... μονολογεί με νευρικο γέλιο σαν να ήμουν εγώ: "Γιαγιά δεν με ξεφορτώνεσαι; Θα την θυμάσαι την πρωταπριλιά"

Η ευχή μου κοντά σας, καλό ξημέρωμα, καλό μήνα.

"Είναι τώρα γράμματα 'κειδά;"

Λοιπόν πάω μέσα για καφέ για να μην στέκεται έτσι και με θωρεί και περιμένει.

Σας φιλώ όλους!!!