Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Εσπρέσσο ο άρχοντας της ταχύτητας, περνάει στο σώμα ρίγη και μια διάθεση για τρελό χορό. Καθώς κατεβαίνει η γουλιά απαλά προς τα κάτω, σηκώνεται ένα κύμα στην σπονδυνλική στήλη και φτάνει ως το πίσω μέρος του κεφαλιού, εκείνο που σε ξυπνάει πραγματικά. Τα μάτια της πλάτης σου βλέπουν, τα χέρια των ματιών σου αγγίζουν.
Σκοίνος, ο άρχοντας του αρώματος, μικροί μαύροι καρποί αλεσμένοι γλυκά από χέρια αγαπημένα. Περασμένοι μαζί με ζάχαρη σε ένα ψωμί ιαματικό. Αν δεν έχει φάει σκοινόπιττα με σταφίδα, δεν ξέρεις πως ευωδιάζει περίπατο κάτω απο το δέρμα σου ο σχοινόκαρπος. ( η και σχινόκαρπος αλλά για κάποιο λόγο το συμπαθώ με οι).
Κυδώνι, κούμαρα.
Ναι η άνοιξη μου έχει ζαλίσει το είναι.

Ζεστό ψωμί που άχνιζε στα χέρια μου.
Δαγκωματιά που σκάει πριν της ώρας του ένα μπουμπούκι.
Πικραγγουριά ντάλα καλοκαίρι που την αγγίζεις και εκρήγνυται.
Αίμα στα χαμογελαστά μου χείλη. Στο βάθος των ματιών δεν έχει πηγάδι αλλά καταρράχτες ευτυχίας.
Δροσιά για τους καύσωνες που έρχονται, φυλαγμένη σε σκιώδεις σταλακτίτες.
Καταιγίδες φωτός, προσιτές σε όποιον σηκώσει το βλέμμα.
Απόλαυση της παύσης, προαναγγελθείσης της φωτιάς.
Ελικόπτερα χαροπαλεύουν για τα εφήμερα .
Κι ανήμερα της αγίας Ντροπής, κράτησα το πέλμα σου στο χέρι μου.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

Με πυρετό.


Τα όνειρά παγώνουμε. Ακους, δεν μας ακούς. Δένομαι με ανθρώπους κι έπειτα κόβω τα δεσμά. Μια και μοναδική μορφή εξακολουθεί να διατείνεται άθελά της, πως είναι το άλλο μου μισό. Κι εγώ δεν της μιλάω.


Πυρετοί και νύχτες δύσκολες, έρωτες της μιας βραδιάς με 38,5. Γλυκό σώμα, λείο, αναρριγώ για λίγες ώρες. Με κερδίζει ο πυρετός, μετά. Η άνοιξη δεν έρχεται χωρίς κόστος. Επόμενες μέρες άδειες.


Το βλέπεις κι εσύ: Δεν τα πάω καλά πια με τους ανθρώπους. Προτιμώ την ψευδαίσθηση του "Νά 'σαι μονάχος σου θα πει να είσαι αντρειωμένος". Οπότε για σήμερα εγκαταλείπω την σκέψη σε πιο ουδέτερα εδάφη απαλλαγμένα απο τις νάρκες στειρότητας.

Πριν από κανα χρόνο με αφορμή ένα κείμενο του Χωμενίδη στην lifo, είχα γράψει:


Ένα περίεργο πράγμα πως μπερδεύονται τα καλύτερα και τα χειρότερα πράγματα μέσα στα επιφωνήματα… πόσο μπορεί να μοιάζει το «ρε πούστη μου!» με το «ω Θεε μου». Ανθολόγιο συγχρόνων επιφωνημάτων: να ένα θέμα που πρέπει να γραφτεί.

Επίσης, ποια γλυκειά μελαγχολία κατσικόδρομου και ποιο σύνδρομο στριμώγματος για να μην βρεθείς μόνος έχει δέσει τους κατοίκους της Αθήνας εδώ και χρόνια σε μια αρχιτεκτονική ασφυκτική αλλά …. αγκαλιασμένη. Λείπει άπλα.
Λες και οι κάτοικοι φοβούνται να μείνουν μόνοι … κι έφτασε ο κόμπος εδώ που έφτασε.
Ένα τεράστιο πάρτυ που όλο και μπαίνει κόσμος μέχρι που πια να καταλάβει η πρώτη βάρδια ότι δεν χωράμε και να αρχίσει να φεύγει.
Αλλά, εμείς οι άλλοι που μεγαλώσαμε στην μοναξιά της επαρχίας… ε δεν γίνεται να μην αγαπάμε αυτό το στρίμωγμα στην πλατεία Ομόνοιας.
Είναι εκείνη η ερημιά της επαρχίας που έκανε κάποτε τα σπίτια να είναι κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο στα μικρά χωριουδάκια. Εκείνη η ερημιά που την κουβαλάμε ακόμη μέσα μας. Η ερημιά και η απληστία: «κι αυτό δικό μου! κι αυτό δικό μου». Να καταλάβουμε όσο πιο πολύ χώρο γίνεται. Ο χώρος αυτός έχει αξία μόνο μέσα από την ασφυξιογόνα μάσκα. Τι να την κάνεις την άπλα όταν είσαι στην Σαχάρα. Ενώ εδώ στην Αθήνα, κολλάς το σπίτι σου σε εκείνο του διπλανού σου και κορδώνεσαι: «Είμαι εδώ και σου κόβω την θέα».
Η ψυχολογία μιας αρχιτεκτονικής αγωνίας. Η ίδια που μας οδηγεί να κατεβαίνουμε στο κέντρο ο καθένας μόνος του με το αμάξι του. Να έχουμε τουλάχιστον τον χώρο του αμαξιού δικό μας. Κι ας είμαστε δυσκίνητοι σαν ελέφαντες σε κοτέτσι. Δεν βαριέσαι. Κι όταν βγεις έξω εκείνη η θυμωμένη αγκαλιά του πλήθους: Πόλη.

Όχι μόνο έχεις κόσμος γύρω σου αλλά μπορείς και να τους κατηγορήσεις για το ότι σου κλέβουν το χώρο. Η πανάρχαια λειτουργία της γκρίνιας και του κουτσομπολίστικου βλέμματος της θείας Κατίνας για το ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι να θέλουν άραγε στο σημείο που είσαι κι εσύ… μα δεν βλέπουν ότι στέκεσαι; Γιατί σου κόβουν το δρόμο;
Δεν ξέρω. Αλλά τριγυρνώ ακόμη διψασμένη για Αθήνα κι ας είμαι ήδη δέκα χρόνια εδώ. Περπατώ στους δρόμους κι αναπνέω αυτό το σίχαμα και κοιτάζω τα αμάξια σαν διαστημόπλοια. Τι θαύμα που κινούνται και δεν χρειάζεται να πάμε με τα πόδια!
Τα λέω όλα αυτά χωρίς να έχω αμάξι. Παραμένω παιδί, δεν περιμένω παιδί, δεν έχω αμάξι και δεν θέλω να πάρω. Παραμένω η μικρή πριγκίπισσα για την οποία μιλάει ο Χωμενίδης στο προηγούμενο άρθρο του. Καλύτερα δεν θα μπορούσε να είχε εκφράσει τις σκέψεις μου. Κάθε μέρα με βασανίζουν όσα γράφει σε εκείνο το άρθρο.
Μια οικογένεια, δύο γονείς ένα παιδί. Δεν έζησα τίποτα άλλο από την παιδική ηλικία. Και μάλιστα ως επάγγελμα. Ήμουν η κορύφωση της ζωής τους, είμαι ακόμη γαμώτο. Αλλιώς θα είχα παρατήσει το σερνάμενο επάγγελμα, όπου καθημερινά προτιμώ να υποτιμώ τον εαυτό μου από συνήθεια μα κι από φόβο μην καταντήσω σαν κάτι ξιπασμένα κουστούμια που περιφέρονται και εκπαιδεύουν δια του μίσους την επόμενη γενιά εξουσίας.
Θα ήμουν τώρα στο νησί μου να κάνω μαθήματα γιόγκας σε γερμανούς τουρίστες. Κι η μάνα μου δεν θα στεναχωριόταν που με σπούδασε και τώρα κοιτάζει τις γειτόνισσες να ταχταρίζουν τα εγγόνια τους. Να ‘χουν στο από πάνω σπίτι τις κόρες τους, τις ίδιες που κάποτε αναρωτιόταν γιατί δεν διαβάζουν και γιατί δεν είναι καλές μαθήτριες όπως εγώ. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα.
Κι είμαι μοναχή στην Αθήνα και ψάχνω υποκατάστατα για τον γυναικείο κύκλο συγγενών και γειτόνων – όπου συνήθισα να ζω.
Εγώ η μικρή πριγκίπισσα, έντρομο έντομο που τεντώνει τα φτερά του μπας και αναπνεύσει μιας ντάμας τον ήχο.
Εκείνο το τεύχος για τον Εκηβόλο. Ποια ξεχασμένα μεσημέρια πέρασα στο νέο και τόσο ήσυχο τότε «εν δελφοίς» να ανακαλύπτω ως δεκατετράχρονη τα τεύχη του περιοδικού Εκηβόλος στο πατάρι του μαγαζιού μαζί με έναν ελληνικό και την μαμά να πίνει καφέ προτού πάμε στο ραντεβού για τον οφθαλμίατρο.
Διαβάζω και αναπνέω. Ακούγεται βαρύγδουπο γαμώτο και παλιομοδίτικο αλλά … τόσον καιρό άγραφτη είμαι. Μόνο με διαφημίσεις λειτουργώ. Βλέπω στον ύπνο μου ότι παίζω στο παρα πέντε και στην διαφήμιση της Q.
Επάγγελμα: το παιδί των γονιών μου.
Συμπυκνωμένη απελπισία επερχόμενων αρπιύων.
Τι να σημαίνει; Η επίσκεψη του χρησμού. Σας χαιρετώ.


Και σήμερα συνεχίζω. Φόβος ενηλικίωσης. Έχω την αίσθηση ότι κάποτε τα παιδιά επιθυμούσαν να μεγαλώσουν και να μπουν στον ενήλικο κόσμο. (Ας μου επιβεβαιώσουν ή ας ισχυριστούν το αντίθετο όσοι έχουν κάτι να πουν για αυτό, το αναρωτιέμαι ακόμη). Γιατί δεν απολάμβαναν κάποια δικαιώματα που οι ενηλίκες ναι, κυρίως δεν αντιμετωπίζονταν ως ολοκληρωμένες υπάρξεις. Σήμερα απολαμβάνουν τα πάντα. Η ουσιαστική ενηλικίωση (δεν μιλάω για το κλείσιμο των 18 απλώς, μιλάω για την έναρξη του επαγγελματικού βίου) έχει μόνο υποχρεώσεις. Ναι, κρίνω από τον εαυτό μου και τους φόβους μου. Με σπρώχνω να αναλάβω ευθύνες, κι άλλοτε τις αναλαμβάνω συνοδεία αρκετών γυναικείων τύψεων (είναι κι αυτός άλλος βραχνάς).



Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Στα βάθη της Κυριακής.


Αρχίζει το σκάψιμο: Πες μου πότε η επιτυχία μου έφερε καλο. Ήταν μάλλον ένα δεδομένο που απλώς εκτελούσα σωστά. Ενώ η αποτυχία, συνοδεύεται από πλήθος εντάσεων, που μοιάζουν πιο ζωντανες. Τόσο ζωντανές που έλκουν κόσμο γύρω μου. Πόσους φίλους και φίλες μπόρεσα να κερδίσω στις δύσκολες στιγμές μου αλλά και στις δικές τους.

Δεν ξέρω αν καταντάει αρρώστια. Αν πρώτη φορά το συνειδητοποιώ και άν θα ξεφύγω. Αλλά ξαφνικά θυμάμαι πως η μάνα μου δεν ήξερε να χαρεί με την χαρά μου. Ήξερε να καμαρώσει την ομορφιά, την παρουσία μου, τα βλέμματα των άλλων. Αλλά την ουσία μου δεν την μοιράστηκε. Μόνο ο σιωπηλός και κλειστός πατέρας ξέρει να διαβάσει τα μάτια της ψυχής μου, αφήνοντας στην άκρη όλο του το είναι και χωρις να φορτώνει στις πλάτες μου την δική του ευτυχία.

Η μάνα μου έμαθε να εμπιστεύομαι τα μαχαίρια. Να ξέρω να ξεχωρίζω την πηχτή ατμόσφαιρα του πόνου όπου υπάρχει και να κινούμαι ευέλικτα σε αυτήν. Να δικαιώνομαι μόνο με την οδύνη.

Κι αν τα έγραφα όλα αυτά κάποια άλλη στιγμή ίσως να τα έβλεπα όλα αντίστροφα. Οι ψυχαναλυσεις του κώλου μια συννεφιασμένη Κυριακή, πριν ξαναμπώ στο επάγγελμα. Τώρα που πια έκανα κι εγώ δουλειά μου τον ξένο πόνο.

Οι φυλές της Ασίας, πεινασμένες και γεμάτες άγνοια... άρα όνειρα! Έρχονται τα πρωινά μπροστά μου. Φέγγουν ελπίδες τα μάτια τους, ελπίδες για τηλεοράσεις, γάμους, παιδιά, χρήματα πίσω στην χώρα τους. Βλέπω την αντανάκλαση άγριων βουνών, ασφυκτικών πόλεων, χωριών με γυμνά παιδιά, βλέπω στα μάτια αγροτών το βλέμμα του παππού μου. Τα μάτια των ανθρώπων που ασχολούνται καθε μέρα με το χώμα, την γη, έχουν κάτι κοινό. Η το νομίζω.



Και γυρνώ στην μάνα μου. Ήξερε να μου μεταδώσει την χαρά της. Μα να πάρει την δική μου όχι. Υπό την έννοια αυτή ήμουν πάντα μεγαλύτερή της και εξακολουθεί να είναι ανήλικη. Μα δεν είναι κατηγορία αυτή. Ψάχνω απλά τις ρίζες της χαράς και της λύπης. Μαθαίνονται κι αυτές. Όπως τα πάντα, όπως μαθαίνουμε να ζούμε και να μην πεθαίνουμε.

Πρωτος καφές μοναχικής γάτας




EEEEEEEEE!!



Από το αντικρυνό βουνό, κοιτάζω την σκιά σου
κι αμα ζυγώσω, κρύβεσαι, τα αγκάθια μου, δικά σου


***


Αγάπη μου,


είναι έτσι η γυναίκα μέσα μου που δεν μπορεί να είναι μαζί σου παρά μόνο υποταγμένη, και δεν μπορεί να σε αγαπήσει παρά μόνο ελεύθερη. Έτσι σε άφησα να με αρνηθείς και τώρα πίνω τον πρώτο καφέ μετά από 48 ώρες, μετά απο πυρετό κι από αναχωρήσεις κι από την ανείπωτη γλύκα σου και το παράπονο.


Θα μου πείς ηλίθιες θεωρίες,
θωριές,
ωριές και
ώρες για να εξηγήσω αυτό που εσύ θα έλεγες απλά: Δεν σε θέλω. Το διπλό μήνυμα. Και ποιον θέλω τότε. Κανέναν τελικά. Ξυπνώ μόνη και γεμάτη απο σένα. Έχω άπειρες εκφράσεις της κόρης των ματιών σου, αμυδρές συσπάσεις των μυών του προσώπου, πικρά χαμόγελα, οι άκρες των χειλιών σου, οι γραμμές του χρονου στο δέρμα που συνομίλησε χωρίς να φοβάται το φως, φυλαγμένες στην μνήμη που με κρατάνε ζωντανή. Παράπονό μου, που κατέβηκες στα πιο βαθιά μου υπόγεια για να σε δαγκώσουν οι αράχνες μου. Δωμάτια κλειδωμένα από τότε που γεννήθηκα. Γιατί κατέβηκες στα υπόγεια μάτια μου; Γιατί ψάχνεις πάντα την αλήθεια; Γιατί βιαστήκαμε να αναγνωριστούμε; Τόση αγωνία γιατί. Αχ, αν δεν με έπιανε αυτός ο ενθουσιασμός που με κάνει να τρέχω και μετά να πιάνεται η ανάσα και να πέφτω στα μισά του δρόμου και πάει κι αυτός ο αγώνας, χάθηκε.


Μου έδωσες περισσότερα από όσα είχα ονειρευτεί κι επαληθεύτηκε ο χρησμός.
Δεν σε θέλω η τρόμαξα από το πόσο σε θέλω; Θέλω πίσω το σώμα μου. Είναι δικό σου. Και κανείς ποτέ δεν το είχε τόσο δικό του. Και φυσικά τρόμαξα. Μου έδωσες την ελευθερία, κι εγώ όχι μόνο δεν απόλαυσα το δώρο σου αλλά έφτασα στην άλλη άκρη. Από την πρώτη βραδιά που κοιμηθήκαν μαζί, η Ελίχνη ξέχασε να αντλεί ηδονή απο το δικό της σώμα. Μόνο στα χέρια του ζούσε.


Δύο μερες στο κρεββάτι, σαν άρρωστη. Έπειτα ξεκινάω να διαβάζω.

Se me va de los dedos la caricia sin causa

****
Αν υπάρχει κάποιος που διαβάζει εκεί έξω να ξέρει, πως για αυτήν την αρρώστια, του να σκοτώνω της αγάπη μου για να της πιει το αίμα η αράχνη της γραφής, γιατί δεν έχω μάθει να ζω παρά γράφοντας, και ακόμα δεν παύω να έχω τύψεις για αυτήν την έξη: την πιο βαθιά απιστία. Ήμουν πιστή λοιπόν, για αυτό δεν έγραφα τόσες μέρες. Μάταια μάτια μου. Αν υπάρχει εκεί έξω κάποιος που να διαβάζει, την ευθύνη του κυρτωμένου σώματος μόνο εγώ την έχω. Το λέω να το ακούω. Πως το σώμα που ένωνε την ευθεία της πλάτης με τον ουρανό και τα βότσαλα της παραλίας , τώρα γέρνει σε μια αλλόκοτη στάση εμβρύου μπροστά στον υπολογιστή και αρνιέται την χαρα. Και ξαναβρίσκει νόημα σε κάτι περίεργες λέξεις.
Και το τυπτικό, όπως λέει κι η αγάπη μου, παίζει μια τρελλή παρτίδα σκάκι πάνω στα κλειστά κελιά των ματιών μου.
Οι χοροί που δεν χόρεψα μαζί σου. Μα γέμισα τόσο πολύ από όσα μου έδωσες που δεν μπόρεσα να αντέξω άλλα. Και δεν υπάρχει κανείς τόσο κοντινός μου.
Έρχονται απότομα οι μορφές όλων των ανθρώπων που αγάπησα, πόθησα, ενώθηκα μαζί τους, τις καλώ να μου ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους. Κι εσύ δεν είσαι ανάμεσα στα φαντάσματα. Είσαι ολοζώντανος δίπλα μου. Ορίζεις από την αρχή την επιθυμία.
Ψάχνεις την αλήθεια, και λες πως τα χάδια μου τα πληρώνεις ακριβά. Μα πόσο πια έχεις απελευθερωθεί από την τύψη εκείνη που ορίζει μόνο το πάσχον σώμα να είναι το αληθές (αιτία των πιο σκληρών βασανιστηρίων). Σε ζηλεύω για αυτό. Χάραξες δρόμους για μένα. Που δεν μπορώ να πάρω παρά μόνη μου. Στα πόδια μου να σταθώ πρώτα. Δεν είμαστε ίσοι. Εσύ έχεις χαράξει ρότα, εγώ ακόμα επισκευάζω το κατάρτι μεσοπέλαγα.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Χώμα πάνω στο χώμα.

Όταν κάποια όνειρα γίνονται πραγματικότητα, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ρίξεις χώμα πάνω στον τάφο όσων δεν έγιναν. Όταν διαλέξεις το ένα αποχαιρετάς το άλλο.


Η Μαρία - Ηλέκτρα έφυγε, δεν ξέρω αν θέλω να συνεχίσω χωρίς την παρέα της. Έστω την διαδικτυακή ύπαρξή της.
Έτσι έκανε μια και τα διέγραψε όλα. Τι να πω.
Και ξεμπέρδεψε μια και καλή με τα γλοιώδη νομοσχέδια για την αποκάλυψη της ταυτότητας των ανωνυμων μπλογκερ.
...Ελευθερη απο αυτά;
"Άιντε ρίχνουν χώμα, με λουλουδια ραίνουν,
άιντε και θαρρούν, θαρρούν πως ξεμπερδεύουν. "

Δεν διαγράφω τίποτα. Θα έρχομαι πολύ λιγότερο όμως γιατί κάποια όνειρα εκπληρώθηκαν. Γιατί δεν χρειάζεται να δημιουργώ έρωτες - βαρίδια και μετά να θρηνώ για αυτούς μήπως και ξεφύγω από μια εργασιακή πραγματικότητα που με πνίγει.

Δουλεύω ακριβώς εκεί που ήθελα. Έστω για λίγο.
Εμφανίζονται στην ζωή μου άνθρωποι που δεν πίστευα ότι θα υπάρξουν.
Θα τα δώσω όλα.
Κι αν η δουλειά είναι απιστία στον έρωτα, κι ο έρωτας απιστία στην δουλειά που αγαπάς;


Στα είπα όλα. Φίλα με τώρα.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Όνειρο απο παλιά

Πάει πάνω απο εβδομάδα που είδα αυτό το όνειρο. Ήμουν στο Βερολίνο και σε έψαχνα. Κι έψαχνα και την αποβαθρα για το τραίνο που πήγαινε στο Χένιγκσντορφ. Σε βρήκα σε ένα δωμάτιο μέσα σε πράσινες φτέρες κάτω από μια γέφυρα. Μπήκα μέσα κι ήσουν εσύ μαζί με άλλες δύο γυναίκες. "Πού είσαι; σε έψαχνα σε όλο το Βερολίνο. Έλα να βρούμε το τραίνο για Χένιγκσντορφ". Και τότε η μια γυναίκα απο τις δύο έφυγε, και μείναμε εγώ εσύ και ... η άλλη. Σε έπιασε ένα σιγανό κλάμμα στην αγκαλιά μου, σε χάιδεψα λίγο, κοίταξα την άλλη κοπέλα και κατάλαβα ότι ήταν "η θεραπεύτρια". Στεκόταν απέναντι και μας κοίταζε, περιμένοντας να φύγω, χωρίς καμία βιασύνη. Κατάλαβα ότι είχες πολύ να κλάψεις ακόμη και πως έπρεπε να φύγω για να σε αφήσω να ξεσπάσεις, χωρίς εμένα πια. Ήμουν σίγουρη ότι κάνω το σωστό, φεύγοντας: ότι εσύ έπρεπε να μείνεις εκεί και να κλάψεις για πολύ ακόμα, μαζί με αυτήν την γυναίκα που ήταν η θεραπεύτρια, κι εγώ έπρεπε να βρω το τραίνο για Χενιγκσντορφ και να φτάσω στο Φέλτεν για να είμαι εκεί όταν θα είσαι έτοιμη. Σε άφησα, σίγουρη ότι θα σε ξαναβρω, κι ότι θα ήσουν καλά.
Να ένα όνειρο που επέμενε να γραφτεί, τυπωμένο μια εβδομάδα στο μυαλό και δεν έχει κανένα λόγο να λεχθεί κατά πρόσωπο. Ξέρεις εσύ μακρινή μου.

Έπειτα βούτηξα σε ένα παρόν κι ήρθαν άλλα φριχτά όνειρα, όπου ξυράφια χάραζαν το περίγραμμα του προσώπου μου για την επερχόμενη, λέει, μεταμόσχευση προσώπου.

Ο φαροφύλακας του σκότους έσβησε τα φώτα, μετά την αναπάντεχη κι αδικαιολόγητη πρόσκρουση του πλοίου μου στο φάρο.
Γαντζώθηκε πάνω του κι ανάσαινε βαριά. Να περάσει η καταιγίδα, να ακούσει την επόμενη ανάσα. Ήρθε η ανάσα. Θα ρθει και το επόμενο χαμόγελο. Είχα ξεχάσει πως είναι να αγαπάς και να σέβεσαι, αν το είχα ζήσει και ποτέ. Θα μάθω; θα νικηθώ; Καλή τύχη.

Χαιρετισμοι.

Αλλα η γραφή δεν μπορεί να ειναι δεκανίκι σε μια ζωή κλεμμένη. Της αξίζει κατι καλύτερο.

Γι αυτό ούτε λέξη εδώ μέσα από εκείνες που πρέπει να λεχθούν ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΟ.