Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Αναρτήσεις και ξεαναρτησεις. Μέχρι να παραδωθουν τα χρωστούμενα δεν χαρίζεται το μέλλον.
Ας είναι λοιπόν.
Απο παλιά αντιγράφω:

Κάποιοι έρωτες χαράζουν το σώμα. Μου άφησες μερικά στίγματα στο δέρμα που εμφανίζονταν, σαν λουλούδια σε μεγάλες πράσινες εκτάσεις, πάνω στην λευκότητά μου. Εμφανίστηκαν όταν μου φαινόταν αδιανόητο να είσαι τόσο αδιάφορη, να ψάχνεις πάντα τα πιο ανώδυνα θέματα για να μιλήσεις και να λες υποτιμητικά «μούγγα» όταν έπινα το αμίλητο νερό από την μορφή σου και έκαιγα όλα τα λόγια μου για να σταθώ δίπλα σου. Δίπλα στην φωτιά σου που έχει παρελθόν βαρύ να κάψει, για όσο θα ζεις ακόμα. Οι πληγές σου: δεν είναι από οίκτο που τις αγαπώ αλλά γιατί μου επιτρέπουν να ζω σε έναν κόσμο τρυφερό σαν πληγή όπου δεν θα χρειάζεται να κρύβω τις δικές μου.
Χρειάζεται να τις σκαλίζω όμως, να μένουν πάντα ρυάκια δροσερά με αίμα και νερό.
[1]
Το βάρος του έρωτα θέλει μοναξιά. Ερημητήριο και πτυχίο ασκητισμού. Από ένα βράχο ξερό κοιτάς το πέλαγος. Κανείς δεν θα έρθει σε αυτήν την άγρια παραλία: στην σπηλιά σου. Αν το αγαπημένο πρόσωπο πλησιάσει λίγο, θα το σπρώξεις στο γκρεμό για να αγναντεύεις το πρόσωπό του απλωμένο στο πέλαγος την ημέρα και στο σύνολο των άστρων τα βράδια. Που να χωρέσει σε σένα όμορφή μου.
Τι ωραία που θα θυμάσαι την σπαραχτική φωνή του τελευταία φορά πριν πέσει.
Όσα ήθελα σαν τρελή να ζήσω, τα φόρτωσα στο πρόσωπό σου, στο στήθος σου που γέμιζε τις παλάμες και τα χείλη. Στους ακίνητους σχεδόν οργασμούς σου, στην φωνή σου που ήταν ίδια με την δικιά μου. Απελπιστικά όμοια. Συμπύκνωσα την έρημο τόσων χρόνων στον κυνισμό σου, που κατέστρεφε τα πάντα γύρω μας και ήμασταν πραγματικά οι δύο μας….. έτσι νόμιζα. Ήθελα να πιστέψω και πίστεψα και τώρα δεν ξέρω, όταν με πιάνουν κλάματα, αν είναι από το πόσο υπέροχα ήταν τα χάδια σου ή πόσο μεγάλη η έλλειψή σου.
Ήταν στο απόλυτο φανταστικό πεδίο όσα ένιωθα για σένα. Αυτά για τα οποία θέλω να σε αφανίσω γιατί δεν ανέχομαι να υπάρχεις σε άλλον κόσμο πέραν του δικού μου. Έτσι, ξεκίνησα να σου πω ότι, όσα έχουμε ανάγκη να ζήσουμε, θα τα βιώσουμε. Θα διαλέξουμε τον πιο κούφιο άνθρωπο για να του δώσουμε το νόημα που εμείς επιθυμούμε. Είσαι κούφια αγάπη μου. Η μόνη εκδίκησή μου. Η μόνη πικρή νίκη μου.
Σε διάλεξα γιατί ήσουν ψεύτικη και μπορούσα να σου φορτώσω τις αλήθειες μου, αλλά εσύ δεν θα με διάλεγες αν δεν ένιωθες μια έλξη για την δική σου αλήθεια, που δεν βρίσκεται καθόλου στην σημερινή ζωή σου. Μια έλξη που εγκαταλείπεις πάντα. Όπως με εγκατέλειψες. Χωρίς καθόλου να είμαι η αλήθεια σου. Ήμουν απλά μια απόδειξη της εγκατάλειψης που βιώνεις και που προσφέρεις ως βίωμα.
[1] Την ονειρεύτηκε κάποτε η Χλόη να της λέει: «όσο στεναχωριέμαι τόσο σε καταλαβαίνω». Κι έπειτα ένα ρήμα: «πτυχιώνω».

3 σχόλια:

Nomad είπε...

Τιπεστώρα...
:)

piece de resistance είπε...

με στοιχειωσε αυτο το κειμενο προσπαθησα να στοιχειωσω κι αλλους με το περιεχομενο του ασε που ηταν η εικονα που ειδα απολυτως ρεαλιστικα και οχι στο ονειρο μου μολις ξυπνησα το πρωι σημαδια απο πληγωμενο σωμα πανω σε λευκα σεντονια haunting συμπτωσεις αλλα εμπνευστικες περα για περα

sylfaen είπε...

μόνο έναν άνθρωπο δεν στοίχειωσε αυτό το κείμενο: τον αποδέκτη του.
με κόμπο στο λαιμό μετά από δυο χρόνια το αναγνωρίζω.
μα αφού η μοίρα του ήταν να με ταξιδέψει σε άλλα λιμάνια από αυτό που θέλησα, ας ρίξω στο φως εξαιτίας σου από το ίδιο κείμενο τα ρόδια.
... για χάρη των φώτο σου.