Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008

Σχήμα πρωθύστερο

Για να γλυκάνει ο χειμώνας αντιγράφω λίγο περασμένο Σεπτέμβρη μαζί με φωτογραφία απο τα χέρια εκείνης της "Άλλοτε" (Άλλά ούτε)...





7 Σεπτεμβρίου 2007
είδα στον ύπνο μου μια παραλία με λευκά βότσαλα στην άνω πόλη Θεσσαλονίκης. Περπάταγα σε αυτήν για να έρθω να σε βρω στο σπίτι, εκείνο το σπίτι που έμοιαζε τόσο με το βερολινέζικο της Ούτε. Έπειτα σε συνάντησα και μου έδωσες ένα φιλί στο στόμα. Η γλώσσα σου με πίεζε, δημιουργούσε μια αίσθηση πνιγμού, μου ξερίζωνε την γλώσσα. Όμως ήθελα το φιλί και προσπάθησα μάταια να σε βάλω στον τρυφερό ρυθμό μου.
Ξύπνησα με την πικρή γεύση σου και με το κρύο όταν τα βρεγμένα ρούχα στεγνώνουν πάνω σου. Διάβασα την Λίγεια, πάλι. Θα μείνω μόνη να κρατάω το κάγκελο του κρεβατιού για να μην με ρουφήξουν οι εφιάλτες σου. Να μεταμορφώνω την αδιαφορία σου στις γλυκές στιγμές
όπου η μορφή σου υποτάσσεται στην καλοσύνη.
Αναγνώρισα στην ζωώδη μορφή της σειρήνας, το χαμόγελο που κάποτε είχες. Φθείρεσαι αλλά θα βρω τις ρίζες σου.
Όπως ονειρεύομαι την μητέρα σου. Θα έρθει η τύχη πάνω μου και θα βρω τον εραστή της γιαγιάς σου.
Κόρη αδικοχαμένης νύμφης ενός δέντρου της Κορινθίας. Όσο η μορφή σου μου χαρίζεται χωρίς την λάσπη της βωμολοχίας σου, θα είμαι ευτυχισμένη.
Κάθε φορά που σε βλέπω νιώθω λες και αναγνωρίζω στο πρόσωπο του στρατιώτη που με σκοτώνει το χαμένο αδέρφι που ο εχθρικός στρατός είχε πάρει σε παιδομάζωμα πριν χρόνια.
Σου φωνάζω να με γνωρίσεις και δεν βλέπεις. Είσαι τυφλή. Σου φωνάζω ότι το σημάδι στο πόδι σου ξέρω από πού είναι. Σε κοιτάζω όμορφη κι εσύ μου δίνεις χάρη. Δεν με σκοτώνεις αλλά τρέχεις να σωθείς από το βλέμμα μου γιατί δεν αντέχεις το ποια είσαι. Κι έτσι σε χάνω πάλι.
Δεν μπορώ να αποφασίσω να καταταγώ στο στρατό του εχθρού για να είμαι πλάι σου.

Κάθε φορά που σε βλέπω θυμάμαι τα δελφίνια που τους μίλαγα στην θάλασσα της Πάτμου, το γέλιο μου που έφτανε μέχρι τις λείες καμπύλες τους και τα έκανε να ακολουθούνε την βάρκα.

Το βλέμμα μου γίνεται απλανές από την έλλειψη σου. Το κορμί κυρτώνει. Να ζητήσω δανεικά φιλιά; Θα αντέξω;

****
Κι όμως άντεξα. Κι ήταν όμορφα όσα άντεξα. Ήταν δικά μου κι όχι δανεικά. Και να μαι τώρα εδώ αγναντεύω, ναρκισσεύομαι κι εσυ;
ξαφνικά μου φαίνεσαι φτωχή.