Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007
Για οσους δεν εγραψα μια λεξη
Μέρες τώρα η Χλόη αφουγκράζεται την σιωπή. Αποδέχεται. Σιωπηλά μια δήλωση μετανοίας, ξαναπαίρνει πίσω το σώμα της που είχε παρατήσει στην φωτεινή βιτρίνα του μάταιου.
Ίσως και να μην ξανάρθω εδώ.
Δώσε μου έναν λόγο να γράψω ακόμη. Δεν είμαι πια απελπισμένη. Όσο περισσότερο αποφασίζω το πεπρωμενο τόσο καλύτερα διαχειρίζομαι την απελπισία. Την φιμώνω και της κλεινω τα μάτια. Την κρατάω δεμένη και χαιδεύω τα αγκάθια της μέχρι να μου παραδοθεί γλυκά σαν σώμα ερωμένης.
Κι όσο ξεμακραίνω, αναρωτιέμαι μόνο ένα πράγμα: γιατί ονομάζω έρωτα το να φορτώσω την μοναξιά μου σε κάποιον άλλον. Αρνούμαι το παιχνίδι αυτό. Το αρνούμαι γιατί πρώτη φορά παραδέχτηκα ποιοι είναι οι σκληροί του κανόνες.
Χωρίς εικόνες, χωρίς ξεστρατίσματα, χωρίς κανέναν για φύλακα άγγελο, χωρίς να ξέρω αν θα ξανάρθω εδώ, χωρίς καπνό μέσα στα μάτια. Καλημέρες. Και αντίο.
Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007
Χλοη

Μια φορά κι έναν καιρό
που ήταν αταξίδευτο.
ήταν ξανθό και όταν η μάνα του του έκοβε κοντά τα μαλλιά αρχές καλοκαιριών, γύρναγε στο σπίτι του με κλάμματα γιατι πάλι το ρώτησαν άν είναι κορίτσι ή αγόρι.
Τα νήμματα του χρόνου μας από τότε δένονται μικρέ μου Μόγλη. Κρύβεσαι πίσω από ρούχα θηλυκά και παραδίνεσαι σε άντρες κι αλκοολ. Και μέσα από αυτές τις φυλακές κοιτάζεις τον γκρεμό του φιλιού μας, ακουμπάς το αυτί σου στο χείλος του για να αφουγκραστείς την πτώση. Ρίχνεις το ένα σου σκουλαρίκι κι ακούς πόση ώρα κάνει να φτάσει κάτω. Με κοιτάς με νόημα: "εγώ δεν θα πέσω εδώ μέσα". Κι όμως ο γκρεμός σε έλκει. Αλλά δεν θέλω να δω την πτώση σου και μαζεύω τον ωραίο μου γκρεμό και πάω παραπέρα. Εκεί όπου τα πάντα θα μεταμορφωθούν σε ανοιξιάτικο λιβάδι.
Παίζω τις μουσικές, συναντώ παλιές αγάπες με την απόλυτη ψυχρότητα που δεν πίστευα πως θα έχω. Και είναι χάλια στα αλήθεια αυτή η αδιαφορία. Πως νιώθουμε παράφορα, πως ζούμε έτσι αδιάφορα.
Ολα ειπωμένα πριν από μας για μας. Μικρά παραχαιδεμένα παιδιά.
Δεν έμεινε στον πάτο ούτε μια αλήθεια για αυτή την γενιά.
Ξέρω θα μου πείτε να βγω έξω στην πορεία για το Πολυτεχνείο να δω αν υπάρχει αλήθεια η όχι. Θα βγω λοιπόν και θα οσμιστώ τον άνεμο, και πέστε μου πως μπορείς να μιλάς μια γενιά ολόκληρη και να τα βάζεις όλα σε ένα τσουβάλι. Ε, δεν μπορείς όσο κι αν σε κατατρύχει αυτή η αίσθηση και θες να την γράψεις.
Και πέστε ακόμη πως να μιλήσεις για μια γενιά και να 'ναι η γνώμη σου ανεπηρέαστη από το αν είσαι ερωτευμένος ή όχι. Για ό,τι και να μιλήσεις - και για το πως βράζεις μακαρόνια - στην χροιά της φωνής σου ακούγεται πως δίνεσαι και πως δίνεις, τι ποθείς και πόσο παραδίνεσαι στον πόθο, πόσο ριζώνει στην ηδονή σου ο πόνος και πόσο τον αποστρέφεσαι. Εάν υποκύπτεις στην επιθυμία για ανθρώπους που ποτέ δεν θα στέρξουν να σε θυμηθούν και εάν διαλέγεις τον έρωτα μόνο όσων στον ανταποδίδουν. Όλα ακούγονται κι όλα καθρεπτίζονται στην γνώμη σου και την φωνή σου.
Ακόμη και το αν μετεωρίζεσαι στο κενό προσπαθώντας να απαρνηθείς την ματαιότητα των επιθυμιών σου.
Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007
Nεαα τραγουδιαααα ... φρεσκο πραμααα,
Αργα, ξοδευοντας οσα δεν μπορουσα να δωσω. Σήμερα ταξιδευω σε στιχακια και οσο σκαβω λαγουμια στην μοναξια μου, τοσο χανω απο τα ματια μου τις γεφυρες που θα με περασουν απεναντι: ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ.
Όσοι ξυπνούν χαράματα από τον καημό τους
Και όσοι ξαγρυπνήσανε στην άδεια αγκαλιά
Όσοι φιλιούνται την αυγή μόνο με το είδωλό τους
Κι όσοι ορκίστηκαν πως αγαπούν την ερημιά
Όλους τους μάζεψε η Ηώ να δουν το νυφικό της
Έλα Ηώ με νυφικό να μας παρηγορήσεις
Να μαζευτούμε οι μοναχοί, τα ματιά εσύ να κλείσεις
Να δούμε πέρα αν φαίνεται στη θάλασσα καράβι
Αν έρχεται μια αγκαλιά, αν έρχεται ένα χάδι
Στα χέρια να την πάρουνε σαν θα ρθει ο καλός της
Να μην συρθεί το πέπλο της απάνω στα σκαλιά
Γυμνή ήταν και την ντύσανε με το παράπονό της
Πως πάντα ερωτεύεται του άπιαστου τα φτερά
Κι ήταν το πέπλο της βαρύ από τον καημό της
Έλα Ηώ με νυφικό να μας παρηγορήσεις
Να μαζευτούμε οι μοναχοί, τα ματιά εσύ να κλείσεις
Να δούμε πέρα αν φαίνεται στη θάλασσα καράβι
Αν έρχεται μια αγκαλιά, αν έρχεται ένα χάδι
Όσοι στα χέρια έχουνε γραμμές πικρής αγάπης
Και όσοι ζουν με μηνύματα που δεν ήρθαν ποτέ
Όσοι θελήσαν το απαλό το άγγιγμα της στάχτης
Κάνανε όλοι μια ευχή να ιδούνε των αοράτων
Αγγέλων το φτερούγισμα στον πρωινό καφέ
Έλα Ηώ με νυφικό να μας παρηγορήσεις
Να μαζευτούμε οι μοναχοί, τα ματιά εσύ να κλείσεις
Να δούμε πέρα αν φαίνεται στη θάλασσα καράβι
Αν έρχεται μια αγκαλιά, αν έρχεται ένα χάδι
Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007
θυσια στο ματαιο
Γιατι ντυνομαστε ομορφα... γιατι θα βαλω αποψε μακιγιαζ; η μηπως να παραιτηθω;
Οταν ξερω πως ματαια θα βγω στην βιτρινα ελπιζοντας να με αγορασει καποιος αποψε, μηπως και φορεθω απανω του σαν ρουχο καθαρο, χανω το κεφι μου για ολα.
Ολη αυτη η απελπισια γιατι μου λειπει. Να την δω, να ξεδιψασω κι ας μην την αγγιξω, κι ας μην με χαρει κανεις ουτε αποψε.
Ζωη που δεν μοιραζεται ειναι ζωη κλεμμενη.
Στολιστηκα, και βγαίνω να ξοδεψω την εικονα μου στους δρομους.
Όσα κάθε μέρα θάβω για να μην σε βαρύνει η επιθυμία μου

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007
Σαλώμη που ημέρεψε
Μια κουβέντα μόνο, μια αγκαλιά κι ο έρωτας είναι ένα μικρο παιδί με χτυπημένα γόνατα, τον παίρνουμε στα χέρια μας, καθαρίζουμε την μικρή πληγή και... με τρόπο, όπως παίρνεις το παιχνίδι από τα μωρά, τον αφοπλίζουμε.
Με το βλέμμα που μου λέει "ξέρω πως είναι να σου τρώει τα σωθικά η επιθυμία" με κοιτάς και με ξεπλένεις από την μοναξιά.
Με ένα "το ξέρω" κατάφερες να μην παίξουμε το παιχνίδι του γιάντες, να μην χάσει και να μην νικήσει καμία, να μην υποταχθεί και να μην εξουσιάσει καμία μας, αλλά να σταθούμε στο ίδιο σκαλί και να αγναντεύουμε τον κόσμο.
Δεν θα σε ξαναγγίξω.... γνωρίζεις τον δρόμο του πόθου τόσο καλά, που φτάνουμε εκεί πριν ξεκινήσουμε και είμαστε ήδη στην γλυκειά στιγμή του μετά.
Γνωρίζεις πως τα σώματά μας δεν θα βρούνε ποτέ την πλήρωση. Για να καλύψω αυτό το κενό μεγενθύνω την επιθυμία μου: σε θέλω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.
Πνίγομαι, λυγίζω από το βάρος.
Μα δεν με αφήνεις μόνη στα βαθιά νερά. Με αγκαλιάζεις, ξέρεις πως είναι, έχεις περάσει τις συμπληγάδες μου, είμαστε κι οι δυο από την άλλη πλευρά. Για κανένα λόγο δεν θα γυρίσουμε πίσω από το στενό πέρασμα, παρά μόνο πετώντας.
Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007
μικρο ξενυχτι
δεν βαριέσαι κι αν είναι βλακεία. δικό μου είναι ....
Για όλες τις αγάπες που με πλήγωσαν
Πάντα μια νοσταλγία έχω αμανάτι
Για σένα που το χάδι σου με γιάτρεψε
Δεν έχω κρατημένο ούτε ένα δάκρυ
Για σένα που ήρθες κι όλα ξεδιψάσανε
Και ημέρεψε ο κήπος της ψυχής μου
Όλες οι καταιγίδες μου σωπάσανε
Κι ας ήξερα πως δεν θα περιμένεις
Για σένα που μου γέλασες και δόθηκες
Όπως δίνονται μόνο οι αγγέλοι
Για μια φορά χωρίς να έχει αύριο
Όλα σε μια βραδιά χωράνε εν τέλει
Έλα να λύσεις τα σκοινιά που με κρατούσανε
Έλα να γίνεις στο λιμάνι μου δελφίνι
Έλα και αν δεν φωνάξεις δεν θα ακούσουνε
Οι φύλακες την ένταση που σβήνεις
Μάτια μου με λυγίζουνε τα χάδια σου
Ξέρω πως δεν θα ξαναρθείς κοντά μου
Μα είναι όσα μου έδωσες τόσο ακριβά
Που δεν μπορώ να σβήσω τη χαρά μου
Για σένα που μου γέλασες και δόθηκες
Όπως δίνονται μόνο οι αγγέλοι
Για μια φορά χωρίς να έχει αύριο
Χωρίς να γίνει η μνήμη σου κουρέλι
Πανσέληνο του Οκτώβρη σε συνάντησα
Κι ως το πρωί ήσουν φιλί στα χείλη
Διασχίσαμε τον κόσμο και δεν σ’ άφησα
Παρά όταν είχε ο ήλιος ανατείλει
Γυρνάς να μου μιλήσεις και γατζώνονται
Απάνω στην ψυχή μου χίλια αγκίστρια
Που να σταθώ να κρύψω όσα καρφώνονται
Να μην μπλεχτούμε σε δικά μας δίχτυα
Για σένα που μου γέλασες και δόθηκες
Όπως δίνονται μόνο οι αγγέλοι
Για μια φορά χωρίς να έχει αύριο
Χωρίς να γίνει η μνήμη σου κουρέλι.