Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Θέλω να περάσω στην λήθη, γυμνή στο σπίτι με λίγο αίμα να τρέχει στα μαλλιά.

Με ένα σωρό άχρηστα ρούχα γύρω μου.

Με παρακαταθήκη κάτι ανεπίδοτες καταλήξεις.

Και όσα δεν τόλμησα να πω.

Με τις συνταγές μαγειρικής να παίζουν σε επανάληψη. Ώσπου κάποιος να με βρει και να κάνω ότι δεν έγινε τίποτα και η ζωή συνεχίζεται και πως έγινε έτσι το σπίτι μου, βρε παιδάκι μου, ξέρεις, οι ρυθμοί της Αθήνας, δεν προλαβαίνεις τίποτα να κάνεις, μισό λεπτό έρχομαι, να ρίξω κάτι πάνω μου, δεν σε περίμενα, πως και πέρασες από δώ, ναι χαλάρωνα, ε σαββατοκύριακο είναι, καλά πάει η δουλειά, εσύ;


Εσύ έχεις περάσει στην λήθη λίγο πριν περάσεις από το σπίτι μου.

Που είναι ο χυμός μήλου μου; Δεν έχω κέφι να σου μιλήσω τώρα… με συγχωρείς, "και που λες χτες πέρασα τεεελεια με τον ……"


Δεν με νοιάζει με ποιον πέρασες τέλεια. Ούτε εσένα γιατί δεν πέρασες τέλεια αλλιώς δεν θα ‘βγαζες κιχ.


Δεν γράφω παρά για να θάψω ή να γεννήσω.

Κοιτάζω την εικόνα της κι ακόμη θέλω ενώ γύρω φυλλοροεί ο κόσμος μου. Άνθρωποι και βουνά καταποντίζονται.

Οι κρουνοί του αγέρωχου στέρεψαν, χαμηλώνω τα σίδερα. Πιο μικρό το κελί.

Θυμάμαι ναι, τον Άγιο Υάκινθο, κι αυτός κλεισμένος στην εικόνα του. Τα βράδια φεύγει, ξέρεις, βάφεται κόκκινος.


Και κατεβαίνει

Να ξεπλυθεί στο Λιβυκό.



Υ.Γ. Δεν υπάρχει τίποτα προς κατανόηση εδώ μέσα. Κυρίως δεν θά ‘πρεπε να είναι κατανοητά. Αρκεί μια φευγαλέα αίσθηση ελαφριά. Οι αποχρώσεις της ψυχής δεν είναι σωσίβια, ούτε οδηγοί επιβίωσης, ούτε δηλώσεις μετανοίας, ούτε ερωτικές εξομολογήσεις, ούτε αγώνες για ισότητα. Είναι θαλάσσια μπάνια για καχεκτικά παιδιά ίσως.

Δεν υπάρχουν σχόλια: