Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007
Βια
Πόση απελπισία ο γνώστης να μην μπορεί να μοιραστεί ό,τι γνωρίζει, όση απελπισία και ο αγνοών όταν βρίσκεται άξαφνα εκεί που δεν έβλεπε ότι πήγαινε.
Η βία της ασχήμιας πάνω στην ομορφιά ή το αντίστροφο; Μια αθώα ομορφιά μπορεί να προκαλεί αναιδώς και βιαίως τον ταπεινό κόσμο του σακατεμένου. Πόσες φορές πιο μικρή όταν ένιωθα όμορφη, μου φαινόταν ύβρις η ύπαρξή μου όταν επέρναγα μπροστά από τα δύσμορφα σώματα των επαιτών στους δρόμους. Σε εφιάλτες έρχονταν χέρια ζητιάνων και με κυνηγούσαν μέχρι να γεμίσουν το σώμα μου μαυρίλα από τα βρώμικα ακροδάχτυλα και τα άκοπα νύχια. Μόνο έτσι θα έπαυα να παραβιάζω τον κόσμο της ασχήμιας τους. Κι εγώ έτρεχα πάνω στο αναπηρικό μου καροτσάκι.
Έτσι αποσιωπώ όσα ανέχτηκα. Εξαργυρώνω συντροφικότητα και μιλάω στους τοίχους.
Άλλα σώματα ονειρεύομαι άλλα ονειρεύεται ο κόσμος για μένα. Στα ξένα βλέμματα εμπιστεύομαι την ευτυχία μου. Λες και πρόκειται να προκόψω με ξένες δουλειές.
Δεν αντέχω να εξιστορήσω πόση απόσταση με χωρίζει από το σώμα που χτες με γεύτηκε κι όμως δεν κατόρθωσε να με διαπεράσει ούτε ένα ρίγος.
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007
Άθλιος άθλος στον θόλο σου να θέλω την θλίψη
Άλυτος χρόνος η αγκαλιά σου θεμελιώνει την τύψη
Κλίση της πεπλατυσμένης οδού, αθεμέλιος λίθος
έλξη της ύλης πτωμάτων που εφίλησαν μύθο.
Αλησμόνητο κι ελλιμενισμένο στο παρόν
Το πλοίο του στόλου σου
Ακαλλώπιστο μέσα σε καλάθι κορμί
Το κρύο του όλου σου.
Αφελείς λουφαδόροι, που σαλιώνουν την άλυσο
αλαβ – άστρων αδένες που βυθίζουν την άβυσσο
Λήθης ύπνος αληθής υπομνήσκων ότι ελύθης
θέλξη λάφυρο σιγής επί στήθους σου τα πλήθη
λίθος τίμιος θηλής, εθελοτυφλούσα πείθεις.
Ως λεμβουχοι του ασάλευτου οι θαμώνες βουλιάζουν
Τεθλασμένες παράλληλες στο κλουβί σου φωλιάζουν
Αλιμένω το αλάθητο κάλεσμα το λαχουρένιο
Στις θηλές σου η θάλασσα φυλακίζει το ξένο.
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007
Κουβέντα πάνω σε ένα ψίχουλο
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007
ΕΛΕΧΘΗ

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Πως θα σε αγγίξουνε τα χέρια του; Πως θα τον αφήσεις;
Δεν ξέρω και δεν θέλω να το σκέφτομαι. Ακόμη τον κρατάω σε κάποια απόσταση.
Το πρωί τρέχουνε μικρές κινέζες με ψεύτικα μωρά στην αγκαλιά και τα πουλάνε. Το βράδυ ντύνονται στα κοκκινα και κάνουν ακροβατικά. Λύθηκαν τα μάγια κι έκλαψα απόψε. Με λευκούς τότε ακροβάτες να ξεγυμνώνουν για χατήρι μας την εμπιστοσύνη, παλάμη πάνω σε παλάμη, μάτια καρφωμένα στον άλλον, περιφερική όραση αναπτυγμένη στο έπακρο και πολύ αγάπη για κείνον που ισορροπεί στις πλάτες σου. Κι εγώ να λύνομαι στο κλάμα ενώ γύρω χειροκροτούν.
Σκέφτηκες έστω μια στιγμή να με φιλήσεις όμορφη; Με ποια πολεμοφόδια να μείνω σε αυτήν την πολιορκία;
Βλέπω τις αγάπες μου σε σίριαλ. Απογυμνωμένες από χάδια. Γράφω μάταιους στίχους πάνω σε έδρανα, άδεια που δικάζουν μόνο βράδια.
Το βλέμμα του μπαρμαν ο μόνος κριτής. Δεν άντεξες κι απόψε μου είπε, φεύγα. Γύρνα να καλοπιάσεις την μαμά σου.
Ήθελα να σου πω οτι ανατρίχιαζα, όταν με δάγκωνες με δύναμη στην πλάτη. Και στο σημαδι που άφηνες δεν φύτρωναν, ούτε φτερά μα ούτε και αγκάθι.
Διέλαθες κι απόψε του έρωτος, η διάνοια δίχως αλκοόλ ξυρίζει κόντρα.
Αρνιέσαι όσα σώματα σε διέγειραν. Διαλέγεις μόνο όσα εσύ ερεθίζεις. Θαρρείς πως θησαυρίζοντας την καύλα τους, απ' το Θησέα θα σώσεις τον αδερφό σου.
Μινώταυρος, ναι αυτός ήταν. Θέε μου άργησα, άναψε ένα κερί να σε προλάβω. Ασκήσεις ύφους, ασκήσεις σαφούς κι αράγιστης φωνής.
Ξέρω και πάλι σε ξένες πλάτες στηρίζομαι. Κάποιος είναι εκεί έξω και με νοιάζεται, κι εγώ ζητώ να με νοιαστούν τα αστέρια.
Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007
κατευναζοντας τις ερινυες
Έλειψα μέρες απο την γειτονιά και γυρνάω με λάφυρα τα όνειρα ανέφελου ύπνου, γλυκά νανουρίσματα για το ρήγμα που ανοίγω. Χωρίς κανέναν κόπο ξαποσταίνω στις αγκαλιές που ποτέ δεν με βασάνισαν. Σαν καπνιστής που έκοψε το κάπνισμα κι απολαμβάνει το ανέβασμα μιας σκάλας χωρίς να λαχανιάζει, ενώ ξέρει ότι πάλι θα ζητήσει τσιγάρο.... ίσως όμως και να αντέξει.
Δυο ώρες την είχα σε απόσταση αναπνοής. Σε κοιτώ με κοιτάς, σε θέλω με θέλεις. Κι έπειτα φεύγουμε απλά. Χωρίς τίποτα άλλο. Είπαμε οχι και είναι όχι.
Άντρες: Επιστροφή εκεί όπου το σώμα μου εγκαταλείπεται απαλά στο καθρέφτισμα του αντρικού πόθου.
Σε επιθυμώ, δεν λιώνω για σένα. Τρώω με μεγάλες μπουκιές τις στιγμές σου. Ταξιδεύω μακριά όσο εσύ με χαιδεύεις, δεν σου προδίδω όσα με καίνε. Δεν θα σου γράψω τραγουδια, δεν θα σου πω ψιθύρους.
Αλλά θα με έχεις ολόκληρη και ακέραιη, δεν θα με χωρίσει από σένα ο πόθος. Κρατάω τα γκέμια. Μιλάς απλοικά. Μου αρέσει η σκηνοθεσία, είναι όλη στα χέρια μου.
Ένα μόνο θα πω για την ελευθερία: Βρίσκομαι σε καφέ και φιλιέμαι μαζί του. Και είναι σαν να βγήκα απο φυλακή που ήμουν δυο χρόνια να μην μπορώ να φιληθώ με καμία από τις αγαπημένες μου στην μέση του δρόμου. Και είναι πιο σημαντική ετουτη η ελευθερία να φιλιέσαι στο δρόμο που θα κρατήσω θαμμένη την παράνομη επιθυμία από το να την έχω διαρκώς να μου σφίγγει τον λαιμό. Όσο αντέξω και πάλι......
Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007
Βγηκα στο ξεφωτο μόνη και σε καλώ. Είπα πως δεν θα ξανάρθω αλλά όπως πάντα ήταν ψέμα. Βγήκα και πάλι για την κατα μόνας δοκιμασία. Δεν μπορώ να μιλήσω πολύ γιατί έχω κόμπους στο λαιμό. Είσαι η μόνη που φωνάζω απόψε.΄ΕΛΑ.
ΘΕΛΩ ΕΝΑΝ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΣΟΥ ΒΛΕΜΜΑ.
Δεν. Μην.
Δεντρα Μήνες
Καλύτερα απόψε να τολμούσα λίγο αίμα παρά να μαζέυεται τέτοιο δηλητήριο στην ψυχή μου.
Ακουγεται μόνο ένα τραγούδι. a ribbon Devendra Banhart. Ίσαμε με 20 φορές.
στειλε ενα αερακι. στείλε ενα μηνυμα, ξέρω ότι έχεις περάσει από δω....
Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007
Συνομολογημένη απόρριψη
πίσω από το αυτάκι της και λίγο κάτω απο το λαιμό
τιτιβίζανε κουνώντας το κίτρινο κορμάκι τους
και τρώγανε με αργά ραμφίσματα από το δέρμα το λευκό.
πόσο αποφασισμένο το άπειρο!
πίστεψε ότι θα σε πάρει στην αγκαλιά του.
μα εσύ ξεκλέβεις τις πιο μικρές στιγμές, κουκκίδες του χάρτη
και κρύβεις την εικόνα σου από τον ορίζοντα
καθορίζεις για άλλη μια φορά
ποιες λέξεις θα γραφτούν ερήμην σου.