Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Xρειάζονται περίπου 300 σελίδες για 3 λέξεις.

Είναι άνθρωποι που λυπούνται και θυμώνουν, εκ πεποιθήσεως. Ό,τι και να κάνεις αυτοί θα βρουν έναν λόγο να θυμώσουν. Δεν έχει θεραπεία αυτή η ασθένεια.

Ψιλόβροχο στην Αθήνα, μια πραγματική συννεφιασμένη Κυριακή. Εγώ θα κοιτάξω μπροστά, όπως πάντα. Δημιουργώντας το ελλείπον έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Αχιλλέας, 5 χρονών. Του άρεσε να παρατηρεί τις κότες στο κοτέτσι. Καμιά φορά έμπαινε και μέσα και βρώμιζε τα ρούχα του και ποιος άκουγε την μάνα μετα.. Μοναχικό παιδί αλλά δεν τον πείραζε κανείς. Ήξερε να βάζει στην θέση του τις αθώες συμμορίες όταν αργότερα μεγάλωσε λίγο. Όταν μεγάλωσε περισσότερο έμαθε να αναγνωρίζει πότε ήθελε μια κοπέλα και πότε όχι. Κόστισε λίγο να μάθει να κρατάει τα νεύρα του όταν τύχαινε η κοπέλα να μην ξέρει τι θέλει. Έφαγε τα μούτρα του, ήπιε λίγο παραπάνω κάποια βράδια και θυμήθηκε πάλι να χαμογελάει μέσα από την καρδιά του. Αυτό δεν μπορούσε να το κλέψει κανείς. Αναχώρησε για άλλη πόλη. Και βρήκε μια δουλειά όπου θα μπορούσε να παρατηρεί τους ανθρώπους όπως κότες στο κοτέτσι.

Δεν ανοιγόταν σε κανέναν, όποιος καταλάβε, ό,τι κατάλαβε από το χαμόγελό του.
Και προς μεγάλη του έκπληξη, πάντα υπήρχαν άνθρωποι γύρω του που καταλάβαιναν. Δούλευε συνέχεια και όλο και πιο πολύ ξεχνούσε πως είναι να κοιμάσαι και να αγκαλιάζεις ένα ζεστό, γλυκό, οικείο σώμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: