Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο αδερφές: Η Ομορφιά που ήταν μουγγή και η Επιθυμία που ήταν τυφλή. Είχαν αγαπήσει τον ίδιο νέο και η μητέρα τους, όταν κατάλαβε τί είχε συμβεί πήγε αμέσως στο μαγαζί του νεαρού για να δει τι μπορεί να κάνει. Ο νέος είχε ένα μαγαζί με βότανα κάτω από την Ακρόπολη, μπαίνει μέσα η μητερα τους.
- Ψάχνω το βοτάνι της αλήθειας.
- Κατάλαβα, της λέει. Όμως πρέπει να μου πεις ποιανού είναι η αλήθεια για να σου δώσω το βότανο που θα φανερώσει την δική του αλήθεια.
- Της δικιά σου, απαντάει η μητέρα και τότε ο νέος κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν σκούρα.

Για να καταλάβεις καλύτερα του λέει τότε εκείνη, θα σου πω μια ιστορία: Έχω δύο κόρες την Ομορφιά και την Επιθυμία. Όποιος βλέπει την πρώτη θαμπώνεται τόσο από την μορφή της, που δεν έχει λόγια να μιλήσει αλλά ακόμη κι όταν της μιλήσει, εκείνη μένει αμίλητη και τον κοιτάει με μεγάλα της μάτια χωρίς να μπορεί να απαντήσει γιατί είναι μουγγή. Όποιος βλέπει την άλλη μου κόρη, νιώθει αμέσως τα σωθικά του να καίγονται, πεταλούδες να γυρίζουν γύρω του, το σώμα του μουδιάζει λες και μυρίζει νερατζιές και ψάχνει με το βλέμμα του να συναντήσει το δικό της για να της δείξει πόσο την θέλει. Μάταια όμως, η κόρη μου είναι τυφλή και δεν μπορεί να τον δει. Μόνο αν την αγγίξει μπορεί να της δείξει την αγάπη του.
Η άλλη βλέπει αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, τα μάτια της ανταμώνουν με τα μάτια του αγαπημένου της αλλά δεν μπορεί να του πει πόσο τον αγαπάει. Μόνο το άγγιγμα της γιατρεύει το "μου έλειψες".

Οι δυο μου κόρες, όμορφε νεαρέ, αγαπάνε εσένα όπως ήδη ξέρεις. Και να το ξέρεις πως όποια και να διαλέξεις δεν θα στην δώσω αν δεν βρεθεί γαμπρός και για την άλλη.

Γιατί αν η τυφλή Επιθυμία μείνει μόνη της, θα καταρραστεί την Ομορφιά και θα ασχημύνει

Και άν η μουγγή Ομορφιά μείνει μόνη της, θα αφορίσει την Επιθυμία και δεν θα σε ποθεί πια.

Ετσι που σε συμβουλεύω να διαλέξεις ποια θέλεις στην ζωή σου και να περιμένεις μέχρι να βρεθεί νέος ταιριαστός για την άλλη.



Ο νέος μπερδεύτηκε πολύ κι έβαλε τα κλάμματα. Εκλαψε τόσο πολύ που τα μάτια του έχασαν το φως τους. Έτσι τυφλός πήρε έναν φίλο του για οδηγό και πήγε στο σπίτι της Ομορφιάς και της Επιθυμίας. Του άνοιξε την πόρτα η Ομορφιά αλλά δεν μπορούσε να την δει. Τότε ήρθε στο κατώφλι η Επιθυμία και τον άγγιξε στον ώμο. Εκείνος γύρισε και την αγκάλιασε κι από τότε δεν έχει καταφέρει να χωρίσει από εκείνην. Ενώ ο φίλος του που τον οδήγησε ως εκεί κοιτάει ακόμα ερωτευμένος την γυναίκα του την Ομορφιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: