Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Ήρθε το καλοκαίρι και κατέβηκε ως την παραλία. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού, την άφησε ανοιχτή να φύγει η κλεισούρα και σιγά σιγά ξεκίνησε να βγάζει τραπεζάκια έξω πάνω στην άμμο. Έπειτα καθάρισε όσα βλέπει η πεθερά κι άναψε τσιγαράκι περιμένοντας τις πρώτες προμήθειες. Η αμμουδιά ήταν άδεια, εντελώς. Μια βουτιά και ύπνος κάτω από το δέντρο.






Είχαν ξεσπάσει πόλεμοι την προηγούμενοι μέρα, είχε ακούσει για κάτι νεροποντές στο Βορρά που κατέστρεψαν ολόκληρες πόλεις. Αναρωτήθηκε εάν αυτό που τους τσαμπουνάγανε όλο το χειμώνα περί οικονομικής κρίσης θα είχε κάποια επίπτωση στην ταβέρνα. Μπα, σκέφτηκε. Εμείς έχουμε μαιμού οικονομία, οπότε θα έχουμε και μαιμού κρίση.


Ξάπλωσε γυμνός πάνω στην άμμο, κι έχωσε για λίγο το πρόσωπο μέσα στους καυτή σκόνη της. Τα κύματα έφταναν ως τα πέλματα, γλώσσες δροσερές.

Ο πολιτισμός της εικόνας τον εμπόδιζε να σκεφτεί παραπάνω. Θα έρθουν και πάλι κορμιά στην ακτή, θα κοιτάζονται, δεν θα τους νοιάζει τίποτα, πέρα από την εφήμερη εικόνα τους, για μέρες ολόκληρες δεν θα κάνουν τίποτα άλλο από το να παίζουν με την εικόνα τους και τις εικόνες του άλλου. Διακοπές λέει.


Τουλάχιστον εκείνος είχε κάτι να κάνει μέσα σε όλο αυτό το νωχελικό σύννεφο ανθρώπων που μαζεύονταν. Δούλευε, λέει.

Στην πραγματικότητα διευθετούσε τις ματιές των εφήβων που ερωτεύονταν στην παραλία κάτω από την μύτη των γυμνών γονιών τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: