Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Kατηφορίζω σταθερά.
Με βήματα φουσκωτού ελέφαντα.

Το υποκινούμενο νήμα της αφής
σέρνεται στις ραβδώσεις του δαχτύλου.


Εκείνοι που μπορούν να μιλάνε χωρίς να τους τυλίγει το λαιμό το φίδι,
κοιτάνε με απορία τις σπασμωδικές διαρροές της εικόνας μου.

Άδεια σαν σακί, γνωρίζοντας ότι ο νόστος βρίσκεται - κυρίως τώρα - μέσα μου.


Ότι εσύ που μέ έκανες να γράψω, εσύ και μόνο μπορείς να πυροδοτήσεις τις πεθαμένες γραμματοσειρές, μήπως και ζεσταθώ στην ανάφλεξη.

Αλλά φοβάμαι. Θέλω να ζήσω λίγο ακόμη για να σε σκεφτώ.

Θέλω να πεθάνω μακριά σου παρά στο πλάι σου.

Κάποτε όμως θα μάθεις να βγάζεις τα χάδια βόλτα με το φως.

Και τότε την κάτσαμε.